ἀνοικοδομέω: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> fortifier, barricader;<br /><b>2</b> reconstruire, rebâtir, relever.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[οἰκοδομέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[fortifier]], [[barricader]];<br /><b>2</b> reconstruire, rebâtir, relever.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[οἰκοδομέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:39, 28 November 2022
English (LSJ)
A build up, τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ . . ἀνοικοδόμηδε πλίνθοισι Hdt.1.186. 2 wall up, λαύρας καιναῖς πλίνθοισιν ἀ. Ar.Pax100; θύραν Lycurg.128; πύλας dub.l. in D.S.11.21 (in this sense ἀποικ- is a frequent v.l.). II build again, rebuild, πόλιν καὶ τείχη Th.1.89, cf. Jusj. ap. Lycurg.81, X.HG4.4.19, etc.; ἀ. χώραν occupy again with buildings, D.S.15.66:—Pass., metaph., to be exalted, LXX Ma.3.15.
Spanish (DGE)
I 1construir c. πλίνθοισι enladrillar τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ ... ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι Hdt.1.186, τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισι Ar.Pax 100 (ap. crít.).
2 vallar θύραν Lycurg.128
•emparedar ἑαυτόν Pall.H.Laus.35.1
•construir ἐν τῇ αὐλῇ PLond.887.3 (III a.C.), cf. PPetr.1.26.10 (III a.C.), BGU 313.1 (biz.)
•erigir una estela SB 10181.4, τὴν πύλην Gerasa 273 (V d.C.).
II 1reconstruir c. ac. τὴν πόλιν ... καὶ τὰ τείχη Th.1.89, τὰ ἀνοικοδομηθέντα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων τείχη X.HG 4.4.19, cf. IG 22.1225.12 (III a.C.), τῶν ἱερῶν ... οὐδὲν ἀνοικοδομήσω juram. en Lycurg.81, τὸ ἱερόν IPh.11.2 (II a.C.)
•de ahí ἀ. χώραν volver a construir edificaciones en la región D.S.15.66
•abs. ἀ. ἐκ θεμελίου reconstruir desde los cimientos, PMerton 108.13 (I d.C.).
2 en v. med. prosperar ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες ἄνομα LXX Ma.3.15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 fortifier, barricader;
2 reconstruire, rebâtir, relever.
Étymologie: ἀνά, οἰκοδομέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοικοδομέω:
1 отстраивать, восстанавливать (τείχη Thuc., Xen.; πόλιν Plut.);
2 застраивать, блокировать (τὰς πόλας Plut.);
3 вновь застраивать (χώραν Diod.);
4 обкладывать, мостить (τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ πλίνθοισιν Her.; λαύρας πλίνθοισι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικοδομέω: μέλλ. -ήσω, ἀνοικοδομῶ, κτίζω, τὰς καταβάσιας τὰς ἐκ τῶν πυλίδων ἐς τὸν ποταμὸν φερούσας ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι Ἡρόδ. 1. 186. 2) φράττω διὰ τοίχου, τούς τε κοπρῶνας καὶ τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισιν ἀνοικοδομεῖν, «ἀποφράξαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρ. 100, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 8· πύλας Διόδ. 11. 21 (ἐν τῇ τοιαύτῃ σημασίᾳ εὕρηται συχνάκις ἀποικ- ὡς διάφορος γραφή). ΙΙ. οἰκοδομῶ ἐκ νέου, κτίζω πάλιν, πόλιν καὶ τείχη Θουκ. 1. 89, πρβλ. παρὰ Λυκούργ. 158. 7, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19, κτλ., καὶ τὴν χώραν ἀνοικοδομήσας, καὶ ἀνεγείρας οἰκοδομὰς ἐν τῇ χώρᾳ, Διόδ. 15. 66: - Παθ., μεταφ., ἐξυψοῦμαι, «καὶ νῦν ἡμεῖς μακαρίζομεν ἐναντίους καὶ ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες ὄνομα» Ἑβδ. (Μαλαχ. γ΄, 15).
English (Strong)
from ἀνά and οἰκοδομέω; to rebuild: build again.
English (Thayer)
ἀνοικοδόμω: future ἀνοικοδομήσω; to build again (Vulg. reaedifico): Thucydides 1,89, 3); Diodorus 11,39; Plutarch, Themistius, 19; Cam. 31; Herodian, 8,2, 12 (5, Bekker edition).)
Greek Monotonic
ἀνοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. χτίζω, ανοικοδομώ, σε Ηρόδ.
2. περιτειχίζω, σε Αριστοφ.
II. χτίζω εκ νέου, επανοικοδομώ, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
I. to build up, Hdt.
2. to wall up, Ar.
II. to build again, rebuild, Thuc., Xen.
Chinese
原文音譯:¢noikodomšw 安-哀可-多姆哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向上-家-建造
字義溯源:重新建造;由(ἀνά)*=上)與(οἰκοδομέω / οἰκοδόμος)=匠人)組成;而 (οἰκοδομέω / οἰκοδόμος)出自(οἰκοδομή)=建築), (οἰκοδομή)又由(οἶκος)*=住處)與(δῶμα)=廈)組成,其中 (δῶμα)出自(δελεάζω)Z*=建造)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 我要⋯重新建造(1) 徒15:16;
2) 重新建造(1) 徒15:16
German (Pape)
1 wieder aufbauen, herstellen, τείχη Xen. Hell. 4.4.19; Plut. Cam. 31, wie DS. 11.39; χώραν 15.66; überhaupt aufbauen, Her. 1.186,
2 vermauern, λαύρας πλίνθοις Ar. Pax 100, nach der Erkl. des Schol.; Andere nehmen es auch hier wie in 1); DS. 11.21; Plut. Caes. 24, obwohl dort die Lesart zweifelhaft und ἀποικοδομέω richtiger scheint. So hat Mätzner Lycurg. 128 ἀποικοδ. für ἀνοικοδ. geschrieben.