ἀναισθησία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> insensibilité;<br /><b>2</b> stupidité, inconscience.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναίσθητος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[insensibilité]];<br /><b>2</b> stupidité, inconscience.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναίσθητος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:04, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισθησία Medium diacritics: ἀναισθησία Low diacritics: αναισθησία Capitals: ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ
Transliteration A: anaisthēsía Transliteration B: anaisthēsia Transliteration C: anaisthisia Beta Code: a)naisqhsi/a

English (LSJ)

ἡ,
A lack of sensation, Pl.Ti.74e, Epicur.Fr.495; μετ' ἀναισθησίας without the aid of sense-perception, Pl.Ti.52b; unconsciousness, Ax.365d; insensibility to pleasure or pain, Arist.EN1109a4, 1119a7; insensibility under surgical treatment, Dsc.5.140.
2 mental obtuseness, D.22.64.
3 stupor, Aret.SA1.5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀναισθησίη Aret.SA 1.5
1 insensibilidad Pl.Ti.74e, Ax.365d, Epicur.Ep.[2] 81, μετ' ἀναισθησίας sin necesidad de la sensación Pl.Ti.52b
insensibilidad al placer o a lo desagradable, Arist.EN 1119a7
en buen sent. μακάριός ἐστιν ὁ νοῦς, ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς προσευχῆς τελείαν ἀναισθησίαν κτησάμενος Euagr.Pont.Or.M.79.1193B
de un árbol δένδρον ... ἄψυχον ... ἔχει πάντα πρὸς ἀναισθησίαν Plu.2.992d.
2 falta de percepción mental, moral o espiritual, c. gen. obj. ἔχοντος ... ἀναισθησίαν δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος Dion.Alex. en Eus.HE 7.6
c. gen. subjet. ψυχῆς Chrys.M.51.56
en una lista de ψυχικὰ πάθη Io.D.M.95.88B.
3 estado de inconsciencia καταπίπτουσιν οἱ ἄνθρωποι μετ' ἀναισθησίας caen inconscientes los hombres Arist.HA 514a7, cf. Hyp.Lyc.7, M.Ant.3.3
estado de estupor, torpor Hp.Coac.466, Aret.l.c.
4 anestesia Dsc.5.140.
5 fig. insensatez Isoc.7.9, D.18.128, 22.64, Ph.2.545
locura Hp.Ep.10.

German (Pape)

[Seite 190] ἡ, Unempfindlichkeit, Plat. Phil. 34 a; oft Gefühllosigkeit, Stumpfsinn, Tim. 74 e; εἰς τοῦτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προελθεῖν Dem. 24, 182; Sp. Vgl. Theophr. char. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 insensibilité;
2 stupidité, inconscience.
Étymologie: ἀναίσθητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναισθησία:
1 нечувствительность, невосприимчивость Plat., Arst., Plut.;
2 бесчувственность, безразличие или тупость, тупоумие Isocr., Plat., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισθησία: ἡ, ἔλλειψις αἰσθήσεως ἢ ἀντιλήψεως, Πλάτ. Τίμ. 52B (ἴδε ἐν. λ. ἀποκναίω): ἔλλειψις αἰσθήσεως πρὸς τὰς ἡδονὰς ἢ τὰς ἀλγηδόνας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 6., 3. 11, 7. 3) ἀπονάρκωσις, κῶμα, ἀναισθησία, Πλάτ. Τίμ. 74E, Ἀρετ. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5: ἔλλειψις συνειδήσεως ἢ ἐξωτερικῆς αἰσθήσεως, Πλάτ. Ἀξ. 365D.

Greek Monolingual

η (Α ἀναισθησία)
1. έλλειψη αισθήσεως, μερική ή ολική απώλεια της αισθητικότητας ολόκληρου του σώματος ή ενός τμήματος του
2. αμβλύτητα προς τις ηδονές και τους πόνους, ασυγκινησία
3. έλλειψη συναισθήσεως, απάθεια, αδιαφορία, ασπλαχνία
4. απώλεια τών σωματικών αισθήσεων, λιποθυμία, κώμα
αρχ.
νωθρότητα κατά την αντίληψη, βραδύνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθησιακός, αναισθησιτικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναισθησιολόγος].

Greek Monotonic

ἀναισθησία: ἡ, έλλειψη αίσθησης ή αντίληψης· αναισθησία ως προς την ευχαρίστηση ή τον πόνο, σε Αριστ.

Middle Liddell


want of feeling or perception; insensibility to pleasure or pain, Arist.

English (Woodhouse)

dullness, dulness, insensibility, stupor, dullness, dulness of mind, want of sensation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)