παροιμιάζω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=faire passer en proverbe ; <i>Pass.</i> être employé proverbialement, passer <i>ou</i> être passé en proverbe : τὸ παροιμιαζόμενον PLUT selon le proverbe;<br /><i><b>Moy.</b></i> παροιμιάζομαι parler par proverbes.<br />'''Étymologie:''' [[παροιμία]].
|btext=faire passer en proverbe ; <i>Pass.</i> être employé proverbialement, passer <i>ou</i> être passé en proverbe : τὸ παροιμιαζόμενον PLUT selon le proverbe;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[παροιμιάζο]]μαι parler par proverbes.<br />'''Étymologie:''' [[παροιμία]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:48, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροιμιάζω Medium diacritics: παροιμιάζω Low diacritics: παροιμιάζω Capitals: ΠΑΡΟΙΜΙΑΖΩ
Transliteration A: paroimiázō Transliteration B: paroimiazō Transliteration C: paroimiazo Beta Code: paroimia/zw

English (LSJ)

τὸν Σαλομῶντα παροιμιάζωA cite the Proverbs of Solomon, LXX 4 Ma.18.16:—Med., make proverbial, ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος Pl.Lg.818b:— Pass., pass into a proverb, become proverbial, ὁ παροιμιαζόμενος λόγος Id.Phlb.45d; τὸ περὶ τῆς Λιβύης παροιμιαζὀμενον Arist. GA746b7; ὁ π. διὰ πικρότητα κόρχορος Thphr.HP7.7.2; τὸ παροιμιαζόμενον = as the proverb goes, Plu.2.95 of; ὥστε π. πρὸς προσποιουμένους it is proverbial of pretenders, Str. 10.4.17. II Med., speak in proverbs, Pl.Hp.Ma.301c, Arist. EN1129b29; οἱ παροιμιαζόμενοι = people who quote proverbs, Pl. Tht. 162c.

German (Pape)

[Seite 525] zum Sprichwort machen, gew. im med. sich eines sprichwörtlichen Ausdrucks bedienen, im Sprichwort sagen, Plat. Theaet. 162 c Hipp. mai. 301 c; Arist. eth. 5, 1, 3 u. Folgde, wie Luc. Herm. 69. – Auch pass., ὁ παροιμιαζόμενος λόγος, Plat. Phil. 45 d; τὸ παροιμιαζόμενον περί τινος, das sprichwörtlich Gewordene, Arist. gen. anim. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

faire passer en proverbe ; Pass. être employé proverbialement, passer ou être passé en proverbe : τὸ παροιμιαζόμενον PLUT selon le proverbe;
Moy. παροιμιάζομαι parler par proverbes.
Étymologie: παροιμία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροιμιάζω [παροιμία] spreekwoordelijk maken; ook med..; ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος degene die als eerste de godheid in het spreekwoord gebruikte Plat. Lg. 818b; pass. spreekwoordelijk worden:. ὁ παροιμιαζόμενος... λόγος de spreekwoordelijke uitdrukking Plat. Phlb. 45d. med., abs. in spreekwoorden spreken:. παροιμιαζόμενοί φαμεν we gebruiken het spreekwoord Aristot. EN 1129b29.

Greek Monolingual

Α παροιμία
1. μέσ. παροιμιάζομαι
α) κάνω κάτι παροιμία, καθιστώ κάτι παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», Πλάτ.)
β) μιλώ με παροιμίες, εκφράζω κάτι με παροιμίες, κάνω χρήση παροιμίας για να εκφράσω κάτι («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι ἑκάστοτε παροιμιαζόμενοι», Πλάτ.)
2. παθ. είμαι ή γίνομαι παροιμιώδης, λέγομαι ως παροιμία («τὸ περί τῆς Λιβύης παροιμιαζὀμενον», Αριστοτ.)
3. φρ. α) «παροιμιάζεσθαι» — είναι παροιμιώδες, έχει γίνει παροιμία
β) «τὸ παροιμιαζομενν» — αυτό που λέγεται ως παροιμία, καθώς λοέγει η παροιμία
γ) «τὸν Σολομῶντα ἐπαροιμίαζεν» — μνημόνευε, παρέθετε, ανέφερε τις παροιμίες του Σολομώντος (ΠΔ).

Greek Monotonic

παροιμιάζω: μέλ. —σω,
I. κάνω κάτι ως παροιμία· — Παθ., γίνομαι παροιμιώδης, σε Πλατ. ΙI. Μέσ., μιλώ με ρητά ή γνωμικά, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παροιμιάζω: ποιῶ τι παροιμιῶδες, Πλάτ. Νόμ. 818Β, ἐν τῷ μέσῳ. -Παθητ., μεταβαίνω εἰς παροιμίαν, γίνομαι παροιμιώδης, ὁ παροιμιαζόμενος λόγος ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 45D· τὸ περὶ τῆς Λιβύης π. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 12· ὁ παρ. διὰ τὴν πικρότητα κόρχορος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2· τὸ π., ὡς λέγει ἠ παροιμία, Πλούτ. 2. 950F· ὥστε καὶ παροιμιάζεσθαι πρὸς τοὺς προσποιουμένους μὴ εἰδέναι ἃ ἴσασιν «ὁ Κρὴς ἀγνοεῖ τὴν θάλασσαν», ὥστε εἶναι παροιμιῶδες ἐπὶ τῶν προσποιουμένων, κλ., Στράβ. 481· τὸν Σολομῶντα π., μνημονεύειν τὰς παροιμίας τοῦ Σ., Ἰωσήπ. Μακκ. 18. 16. ΙΙ. Μέσ., μεταχειρίζομαι παροιμίαν, ὁμιλῶ ἐν παροιμίαις, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301C, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 5. 1, 15· παροιμιαζόμενοι, οἱ ἐν παροιμίαις λαλοῦντες, Πλάτ. Θεαίτ. 162C. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 367.

Middle Liddell

fut. σω
I. to make proverbial:—Pass. to pass into a proverb, become proverbial, Plat.
II. Mid. to speak in proverbs, Plat.