πλοχμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλοχμός -οῦ, ὁ [~ πλόκαμος] haarlok, krul.
|elnltext=πλοχμός -οῦ, ὁ [~ πλόκαμος] [[haarlok]], [[krul]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:42, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλοχμός Medium diacritics: πλοχμός Low diacritics: πλοχμός Capitals: ΠΛΟΧΜΟΣ
Transliteration A: plochmós Transliteration B: plochmos Transliteration C: plochmos Beta Code: ploxmo/s

English (LSJ)

ὁ, A like πλόκαμος, mostly in plural, locks, braids of hair, Il.17. 52, A.R.2.677, AP6.237 (Antist.), Q.S.5.39. II tentacles of the polypus, AP9.10 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, wie πλόκαμος, geflochtenes Haar, Locke, gew. im plur., Il. 17, 52 u. sp. D., wie An. Rh. 2, 677.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
boucle de cheveux.
Étymologie: R. Πλεκ, plier ; v. πλέκω, cf. πλόκαμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλοχμός -οῦ, ὁ [~ πλόκαμος] haarlok, krul.

Russian (Dvoretsky)

πλοχμός: ὁ (только pl.)
1 прядь волос, локон Hom., Anth.;
2 щупальце (sc. πουλύπου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πλοχμός: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ πλόκαμος, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. βόστρυχοι, πλόκαμοι τῆς κόμης, Ἰλ. Ρ. 52, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677, Ἀνθ. Π. 6. 237. ΙΙ. οἱ πλόκαμοι τοῦ πολύποδος, αὐτόθι 9. 10.

English (Autenrieth)

=πλόκαμος, pl., Il. 17.52†.

Greek Monolingual

-oῡ, ὁ, Α
1. πλόκαμος, πλεξίδα
2. (ειδικά) το πλοκάμι του χταποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοκ-σμός < ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ- του πλέκω + επίθημα -smo-, με σίγηση του -σ- και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ- (πρβλ. -ιω-χμός, ρω-χμός)].

Greek Monotonic

πλοχμός: -οῦ, ὁ,
I. όπως το πλόκαμος, συνήθως στον πληθ., πλεξίδες, βόστρυχοι, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
II. πλοκάμια χταποδιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

πλοχμός, οῦ, ὁ,
I. like πλόκαμος, mostly in plural locks, braids of hair, Il., Anth.
II. the tendrils of the polypus, Anth.