δεραιοπέδη: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δεραιοπέδη -ης, ἡ [δέραιον, πέδη] Dor. acc. δεραιοπέδαν, strop. | |elnltext=δεραιοπέδη -ης, ἡ [[[δέραιον]], [[πέδη]]] Dor. acc. δεραιοπέδαν, strop. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:56, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, collar, AP6.14 (Antip. Sid.), 9.76 (Antip.).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): -α AP 6.14 (Antip.Sid.); δειροπέδη Gr.Naz.Mul.Orn.229, An.Boiss.4.373
1 lazo que aprieta el cuello usado para cazar pájaros AP l.c., 9.76 (ambos Antip.Sid.).
2 collar, torque para el cuello Gr.Naz.l.c.
German (Pape)
[Seite 548] ἡ, = δειροπέδη, Ant. Sid. 15. 62 (VI, 14 IX, 76).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
collet pour les oiseaux.
Étymologie: δέραιον, πέδη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεραιοπέδη -ης, ἡ [δέραιον, πέδη] Dor. acc. δεραιοπέδαν, strop.
Russian (Dvoretsky)
δεραιοπέδη: ἡ Anth. = δεράγχη.
Greek Monolingual
δεραιοπέδη, η (Α)
η δεροπέδη, το περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + πέδη «ο δεσμός, το δέσιμο» (πρβλ. ιστοπέδη, ισχνοπέδη)].
Greek Monotonic
δεραιοπέδη: ἡ, κολάρο, περιλαίμιο, βρόχος, θηλιά, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
δεραιοπέδη: ἡ, = δειροπέδη, Ἀνθ. Π. 6. 14., 9. 76.
Middle Liddell
a collar, Anth.