καρτερόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καρτερόθυμος -ον [καρτερός, θυμός] dapper, volhardend; uitbr. krachtig:. ἄνεμοι κ. krachige winden Hes. Th. 378.
|elnltext=καρτερόθυμος -ον &#91;[[καρτερός]], [[θυμός]]] dapper, volhardend; uitbr. krachtig:. ἄνεμοι κ. krachige winden Hes. Th. 378.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερόθῡμος Medium diacritics: καρτερόθυμος Low diacritics: καρτερόθυμος Capitals: ΚΑΡΤΕΡΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: karteróthymos Transliteration B: karterothymos Transliteration C: karterothymos Beta Code: kartero/qumos

English (LSJ)

ον, stronghearted, of heroes, Od.21.25, Il.13.350; Μυσοί 14.512; (Ζεύς), Ἔρις, Hes.Th.476, 225: generally, strong, mighty, ἄνεμοι ib.378.

German (Pape)

[Seite 1330] starkmuthig, starkes, standhaftes Sinnes; Herakles Od. 21, 25; Diomedes Il. 5, 277; Achilleus 13, 350; die Myser 14, 512; Eris Hes. Th. 225, die hartnäckige; übh. stark, gewaltig, ἄνεμοι ib. 378. 476.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'âme ferme, courageux.
Étymologie: καρτερός, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρτερόθυμος -ον [καρτερός, θυμός] dapper, volhardend; uitbr. krachtig:. ἄνεμοι κ. krachige winden Hes. Th. 378.

Russian (Dvoretsky)

καρτερόθῡμος:
1 непоколебимый духом, непреклонный, неустрашимый (Διομήδης, Μυσοί Hom.);
2 упорный, упрямый, беспощадный (Ἔρις Hes.);
3 сильный, мощный (ἄνεμοι Hes.).

Greek Monolingual

καρτερόθυμος, -ον (Α)
1. γενναιόψυχος («Μυσῶν... καρτεροθύμων», Ομ. Ιλ.)
2. ισχυρός, σφοδρός («ἀνέμους... καρτεροθύμους», Ησίοδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -θυμος (< θυμός «ψυχή, πνεύμα»), πρβλ. αγλαόθυμος, οξύθυμος].

Greek Monotonic

καρτερόθῡμος: -ον, γενναιόψυχος, σε Όμηρ., Ησίοδ.· γενικά, δυνατός, ισχυρός, ἄνεμοι, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

καρτερόθῡμος: -ον, ἔχων κρατερὰν καρδίαν, καρτερόψυχος, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Ἀχιλλέως, Τυδέως, Ὀδ. Φ. 25, Ἰλ. Ν. 350· ἐπὶ τῶν Μυσῶν, Ξ. 512· ἐπὶ τοῦ Διός, Ἡσ. Θ. 476· ἐπὶ τῆς Ἔριδος, αὐτόθι 225· καθόλου, σφοδρός, ἰσχυρός, ἄνεμοι αὐτόθι 378.

Middle Liddell

καρτερό-θῡμος, ον
stout-hearted, Hom., Hes.: generally, strong, mighty, ἄνεμοι Hes.