διακράζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[crier continuellement]];<br /><b>2</b> crier à qui mieux mieux.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κράζω]].
|btext=<b>1</b> [[crier continuellement]];<br /><b>2</b> [[crier à qui mieux mieux]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κράζω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:46, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακράζω Medium diacritics: διακράζω Low diacritics: διακράζω Capitals: ΔΙΑΚΡΑΖΩ
Transliteration A: diakrázō Transliteration B: diakrazō Transliteration C: diakrazo Beta Code: diakra/zw

English (LSJ)

pf. διακέκρᾱγα, have a screaming-match, Ar.Av.306; δ. τινί pit oneself against another at screaming, Id.Eq.1403.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo perf. excep. διέκραζον PHerm.Rees 6.18 (IV d.C.)]
I 1chillar, gritar de aves οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ar.Au.307, de pers. διακεκραγότος a voz en grito Cyr.Al.Inc.Unigen.703D
c. dat. competir en gritos c. dat. πόρναισι καὶ βαλανεῦσι Ar.Eq.1403.
2 predicar ἆρα δυνήσονται ἀκούειν ... διακεκραγότος Μιχαίου; Gr.Nyss.M.46.1164A
manifestarse públicamente ὅπως ἂν ... ἐφ' οἷς ἐνδόξως διέκραζων (l. -ον) μέγιστα ἡσθῶ PHerm.Rees l.c.
II tr. proclamar ταῦτα διακέκραγεν ὁ γραμματεύς Cyr.Al.M.68.372B.

German (Pape)

[Seite 584] (s. κράζω), durch einander schreien; διακεκραγοτες Ar. Av. 307; τινὶ διακεκραγέναι, mit Jemandem um die Wette schreien, Equ. 1400.

French (Bailly abrégé)

1 crier continuellement;
2 crier à qui mieux mieux.
Étymologie: διά, κράζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κράζω om strijd schreeuwen.

Russian (Dvoretsky)

διακράζω:
1 во все горло кричать, орать (ὄρνεις τρέχουσι διακεκραγότες Arph.);
2 перекрикиваться, браниться (πόρναισι διακεκραγέναι Arph.).

Greek Monolingual

διακράζω (Α)
1. κραυγάζω διαρκώς
2. συναγωνίζομαι κάποιον στις φωνές, στις κραυγές.

Greek Monotonic

διακράζω: μέλ. -ξω,
I. φωνάζω διαρκώς, κραυγάζω, βγάζω άναρθρες κραυγές, σε Αριστοφ.
II. δ. τινί, διαγωνίζομαι, παραβγαίνω με κάποιον άλλο στο ουρλιαχτό, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

διακράζω: συνεχῶς κράζω, φωνάζω, κραυγάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 307. ΙΙ. δ. τινί, διαγωνίζομαι πρός τινα εἰς τὸ κραυγάζειν, εἶμαι ἀντίπαλος αὐτοῦ εἰς τοῦτο, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1403.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to scream continually, Ar.
II. δ. τινί to match another at screaming, Ar.