καταφρύγω: Difference between revisions
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> [[brûler]];<br /><b>2</b> dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φρύγω]]. | |btext=<b>1</b> [[brûler]];<br /><b>2</b> [[dessécher]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φρύγω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:47, 30 November 2022
English (LSJ)
[ῡ], A burn away, burn to ashes, of lightning, Ar.Nu. 396:—Pass., of love, v.l. in Theoc.14.26 (Pap. ined.). 2 parch, consume, of disease, Alex.Trall.Febr.4:—Pass., to be dried up, γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ruf. ap. Aët.5.95: fut. -φρυγήσομαι Hsch.:—also καταφρον-φρύς<ς>ω, καταφρον-φρύττω, Id., Olymp. in Mete.299.11.
French (Bailly abrégé)
1 brûler;
2 dessécher.
Étymologie: κατά, φρύγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-φρύγω verbranden; overdr.: κατεφρύγετο zij brandde van verlangen Theocr. Id. 14.26.
Russian (Dvoretsky)
καταφρύγω: (ῡ) сжигать, испепелять (τινά Arph.).
Greek Monolingual
καταφρύγω AM, Α και καταφρύσσω και καταφρύττω
μέσ. καταφρύγομαι
ξηραίνομαι τελείως
μσν.
μέσ. καταφρύγομαι
(για νερό) στερεύω
αρχ.
1. (για κεραυνό) αποτεφρώνω, κατακαίω
2. (για ασθένειες) προκαλώ πλήρη εξάντληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φρύγω «ψήνω, καίω»].
Greek Monotonic
καταφρύγω: [ῡ], μέλ. -ξω, καίω σε στάχτες, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καταφρύγω: ῡ, κατακαίω, καίω μέχρι τέφρας, ἐπὶ κεραυνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 396.- Παθ., καταξηραίνομαι, Ἐκκλ.· δίψει καταφρῠγῆναι Βασίλ.· γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ἀέτ.·- «καταφρυγήσεται· καταξηρανθήσεται» Ἡσύχ.
Middle Liddell
German (Pape)
zerreißen, Vetera Lexica καταξηραίνειν; vom Blitz, ὁ κεραυνὸς καταφρύγει βάλλων ἡμᾶς Ar. Nub. 396; ausdörren, von der Fieberhitze, Medic.