καταφθίνω: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> κατέφθινον, <i>f. inus., ao. réc.</i> κατεφθίνησα, <i>pf. réc.</i> κατεφθίνηκα;<br /><b>1</b> [[se gâter]], [[se corrompre]], [[dépérir]];<br /><b>2</b> laisser se perdre ; négliger.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φθίνω]].
|btext=<i>impf.</i> κατέφθινον, <i>f. inus., ao. réc.</i> κατεφθίνησα, <i>pf. réc.</i> κατεφθίνηκα;<br /><b>1</b> [[se gâter]], [[se corrompre]], [[dépérir]];<br /><b>2</b> laisser se perdre ; négliger.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φθίνω]].
}}
{{pape
|ptext=([[φθίνω]]), <i>[[untergehen]], zu Grunde [[gehen]]</i>; ἐπέων [[καρπὸς]] οὐ κατέφθινε Pind. <i>I</i>. 7.46; νόσῳ Soph. <i>Phil</i>. 266; <span class="ggns">Gegensatz</span> θάλλειν, vom [[Leiden]], <i>El</i>. 260; γήρᾳ Eur. <i>Alc</i>. 622; [[spätere]] Prosaiker, die auch einen aor. καταφθινήσας, <i>hinschwindend</i>, Plut. <i>consol.Apoll</i>. p. 357, und ein perf. κατεφθίνηκα [[bilden]], <i>Cic</i>. 14, κατεφθινηκὼς τὴν κόμην Arr. <i>Epict</i>. 4.11.25.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[waste]] [[away]], [[decay]], [[perish]], Hdt., Trag.; κ. νόσῳ, γήρᾳ Soph., Eur.<br />B. [[καταφθίω]] fut. κατα-φθίσω aor1 κατ-έφθῐσα<br /><b class="num">I.</b> Causal in fut. κατα-φθίσω [ῑ], aor1 κατ-έφθῐσα, to [[ruin]], [[destroy]], Od., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> Pass., epic aor2 κατ-εφθίμην [ῐ], inf. καταφθίσθαι; poet. καπ-[[φθίμενος]]:— to be [[ruined]], to [[waste]] [[away]], [[perish]], ἤϊα πάντα [[κατέφθιτο]] the provisions were all consumed, Od.; ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι [[ὤφελες]] oh that thou hadst perished, Od.; [[σεῖο]] καταφθιμένοιο if thou wert [[dead]], Il.; [[ἐκεῖ]] [[κατέφθιτο]] [[there]] he died, Aesch.; [[φέγγος]] ἡλίου [[κατέφθιτο]] the sun's [[light]] was [[gone]], Aesch.
|mdlsjtxt=<br />to [[waste]] [[away]], [[decay]], [[perish]], Hdt., Trag.; κ. νόσῳ, γήρᾳ Soph., Eur.<br />B. [[καταφθίω]] fut. κατα-φθίσω aor1 κατ-έφθῐσα<br /><b class="num">I.</b> Causal in fut. κατα-φθίσω [ῑ], aor1 κατ-έφθῐσα, to [[ruin]], [[destroy]], Od., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> Pass., epic aor2 κατ-εφθίμην [ῐ], inf. καταφθίσθαι; poet. καπ-[[φθίμενος]]:— to be [[ruined]], to [[waste]] [[away]], [[perish]], ἤϊα πάντα [[κατέφθιτο]] the provisions were all consumed, Od.; ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι [[ὤφελες]] oh that thou hadst perished, Od.; [[σεῖο]] καταφθιμένοιο if thou wert [[dead]], Il.; [[ἐκεῖ]] [[κατέφθιτο]] [[there]] he died, Aesch.; [[φέγγος]] ἡλίου [[κατέφθιτο]] the sun's [[light]] was [[gone]], Aesch.
}}
{{pape
|ptext=([[φθίνω]]), <i>[[untergehen]], zu Grunde [[gehen]]</i>; ἐπέων [[καρπὸς]] οὐ κατέφθινε Pind. <i>I</i>. 7.46; νόσῳ Soph. <i>Phil</i>. 266; <span class="ggns">Gegensatz</span> θάλλειν, vom [[Leiden]], <i>El</i>. 260; γήρᾳ Eur. <i>Alc</i>. 622; [[spätere]] Prosaiker, die auch einen aor. καταφθινήσας, <i>hinschwindend</i>, Plut. <i>consol.Apoll</i>. p. 357, und ein perf. κατεφθίνηκα [[bilden]], <i>Cic</i>. 14, κατεφθινηκὼς τὴν κόμην Arr. <i>Epict</i>. 4.11.25.
}}
}}

Revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφθίνω Medium diacritics: καταφθίνω Low diacritics: καταφθίνω Capitals: ΚΑΤΑΦΘΙΝΩ
Transliteration A: kataphthínō Transliteration B: kataphthinō Transliteration C: katafthino Beta Code: katafqi/nw

English (LSJ)

[ῐ, sed v. infr.], waste away, decay, Pi.I.8(7).51, Hdt. 2.123; κ. νόσῳ, γήρᾳ, S.Ph.266, E.Alc.622: in later Att. Prose, Thphr.HP9.16.5: aor. part. καταφθινήσας Plu.2.117c: pf. part. κατεφθινηκώς ib.621f, Arr.Epict.4.11.25: καταφθῑνουσι trans. is f.l. in Theoc.25.122.

French (Bailly abrégé)

impf. κατέφθινον, f. inus., ao. réc. κατεφθίνησα, pf. réc. κατεφθίνηκα;
1 se gâter, se corrompre, dépérir;
2 laisser se perdre ; négliger.
Étymologie: κατά, φθίνω.

German (Pape)

(φθίνω), untergehen, zu Grunde gehen; ἐπέων καρπὸς οὐ κατέφθινε Pind. I. 7.46; νόσῳ Soph. Phil. 266; Gegensatz θάλλειν, vom Leiden, El. 260; γήρᾳ Eur. Alc. 622; spätere Prosaiker, die auch einen aor. καταφθινήσας, hinschwindend, Plut. consol.Apoll. p. 357, und ein perf. κατεφθίνηκα bilden, Cic. 14, κατεφθινηκὼς τὴν κόμην Arr. Epict. 4.11.25.

Russian (Dvoretsky)

καταφθίνω: (ῐ) (aor. κατεφθίνησα, pf. κατεφθίνηκα) погибать, гибнуть (νόσῳ Soph.; γήρᾳ Eur.): τοῦ σώματος καταφθίνοντος Her. с уничтожением тела.

Greek (Liddell-Scott)

καταφθίνω: ῐ, φθείρομαι, ἀφανίζομαι, μαραίνομαι, καταπίπτω, καταστρέφομαι, ἐπέων καρπὸς οὐ κατέφθινεν Πινδ. Ι. 8 (7). 102, Ἡρόδ. 2. 123, καὶ Τραγ., κ. νόσῳ, γήρᾳ Σοφ. Φιλ. 266, Εὐρ. Ἄλκ. 622· τὰ πήματα θάλλοντα μᾶλλον ἢ καταφθίνοντα ὁρῶ Σοφ. Ἠλ. 260· κ. γᾶ Εὐρ. Τρ. 1299· ἐξαμβλοῦται καὶ κ. ἱσχὺς τοῦ σώματος Πλουτ. Ἠθ. 2Ε· ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, ὡς κ. τὸ σῶμα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 5· ὁ Πλούτ. ἔχει μετοχ. ἀορ. καταφθινήσας, 2. 117C, πρκμ. κατεφθινηκὼς αὐτόθι 621Ε, Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 11, 25.- Ἐν Θεοκρ. 25.122 καταφθίνουσι, κεῖται μεταβατ. ἐναντίον τῆς σημασίας καὶ τῆς ποσότητος τῆς λέξεως· ὁ Meineke προτείνει καταφθινύθουσι.

English (Slater)

καταφθίνω wither away met. ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθᾰνε i. e. her words bore fruit and were not wasted (I. 8.46)

Greek Monolingual

καταφθίνω (Α)
(επιτ. τ. του φθίνω) φθείρομαι, αφανίζομαι, μαραίνομαι («ἀγρίᾳ νόσῳ καταφθίνοντα», Σοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φθίνω «καταστρέφομαι»].

Greek Monotonic

καταφθίνω: [ῐ], φθείρομαι, αφανίζομαι, μαραίνομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ., Τραγ.· κ. νόσῳ, γήρᾳ, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell


to waste away, decay, perish, Hdt., Trag.; κ. νόσῳ, γήρᾳ Soph., Eur.
B. καταφθίω fut. κατα-φθίσω aor1 κατ-έφθῐσα
I. Causal in fut. κατα-φθίσω [ῑ], aor1 κατ-έφθῐσα, to ruin, destroy, Od., Aesch.
II. Pass., epic aor2 κατ-εφθίμην [ῐ], inf. καταφθίσθαι; poet. καπ-φθίμενος:— to be ruined, to waste away, perish, ἤϊα πάντα κατέφθιτο the provisions were all consumed, Od.; ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι ὤφελες oh that thou hadst perished, Od.; σεῖο καταφθιμένοιο if thou wert dead, Il.; ἐκεῖ κατέφθιτο there he died, Aesch.; φέγγος ἡλίου κατέφθιτο the sun's light was gone, Aesch.