ἁρμοῖ: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "DMic." to "Diccionario Micénico") |
m (Text replacement - " • Diccionario Micénico: " to "<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἁρμῷ]] Hp.<i>Cord</i>.12, Pherecr.115<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[hace poco]], [[recientemente]] ἁ. πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους A.<i>Pr</i>.615, ἁ. μ' ὧδ' ἐπάταξε Theoc.4.51, θύσαισιν ἁ. μηλάτων ἀπάργματα Lyc.106, ἁ. ... ἐπέτρεχε Call.<i>Fr</i>.274.1, cf. Pherecr.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[en seguida]], [[de inmediato]] ἢν ἁ. μελεδαίνηται Hp.<i>Mul</i>.1.36.<br /><b class="num">2</b> [[un poco]] τοῦ στόματος τῶν μητρέων ... ἁ. μεμυκότος Hp.<i>Mul</i>.1.4, <i>Steril</i>.213.<br /><b class="num">3</b> [[ajustadamente]], [[herméticamente]] del cierre de una válvula cardíaca, Hp.<i>Cord</i>.l.c. • Diccionario Micénico: <i>a-mo-i-je-to</i> (?). | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἁρμῷ]] Hp.<i>Cord</i>.12, Pherecr.115<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[hace poco]], [[recientemente]] ἁ. πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους A.<i>Pr</i>.615, ἁ. μ' ὧδ' ἐπάταξε Theoc.4.51, θύσαισιν ἁ. μηλάτων ἀπάργματα Lyc.106, ἁ. ... ἐπέτρεχε Call.<i>Fr</i>.274.1, cf. Pherecr.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[en seguida]], [[de inmediato]] ἢν ἁ. μελεδαίνηται Hp.<i>Mul</i>.1.36.<br /><b class="num">2</b> [[un poco]] τοῦ στόματος τῶν μητρέων ... ἁ. μεμυκότος Hp.<i>Mul</i>.1.4, <i>Steril</i>.213.<br /><b class="num">3</b> [[ajustadamente]], [[herméticamente]] del cierre de una válvula cardíaca, Hp.<i>Cord</i>.l.c.<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> <i>a-mo-i-je-to</i> (?). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:04, 3 December 2022
English (LSJ)
Adv. A just, lately, A.Pr.615, Theoc.4.51, Lyc.106, Call.Fr. 44; at once, Hp.Mul.1.36. 2 just, a little, ib.4, Steril.213. 3 tightly, Id.Cord.12.—Written ἁρμῷ Pi.Fr.10, Pherecr.111, Hp.Cord. l.c., cf. EM144.49. (Old locative of ἁρμός.)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἁρμῷ Hp.Cord.12, Pherecr.115
adv.
1 hace poco, recientemente ἁ. πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους A.Pr.615, ἁ. μ' ὧδ' ἐπάταξε Theoc.4.51, θύσαισιν ἁ. μηλάτων ἀπάργματα Lyc.106, ἁ. ... ἐπέτρεχε Call.Fr.274.1, cf. Pherecr.l.c.
•en seguida, de inmediato ἢν ἁ. μελεδαίνηται Hp.Mul.1.36.
2 un poco τοῦ στόματος τῶν μητρέων ... ἁ. μεμυκότος Hp.Mul.1.4, Steril.213.
3 ajustadamente, herméticamente del cierre de una válvula cardíaca, Hp.Cord.l.c.
• Diccionario Micénico: a-mo-i-je-to (?).
German (Pape)
[Seite 356] (ἀρμοῖ scheint falsche Schreibart, vgl. Lob. zu Phryn. p. 19), 1) eben, jüngst, wie ἄρτι, Aesch. Prom. 618; Theocr. 4, 51; Lycophr. 106. Es soll ein Syracusanisches Wort sein. – 2) = ἡσυχῆ, μικρῶς, Hippocr. S. ἁρμῶ.
French (Bailly abrégé)
adv.
sur-le-champ, tout à l'heure.
Étymologie: ἁρμός.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμοῖ: v.l. ἀρμοῖ adv. только что, как раз, совсем недавно Aesch., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοῖ: ἐπίρρ. ἄρτι, ἀρτίως, νεωστί, πρὸ ὀλίγου, «τώρα», ἁρμοῖ πέπαυμαι τούς ἐμούς θρηνῶν πόνους Αίσχύλ. Πρ. 615 (ἐνθα ἴδε Blomf.), Θεόκρ. 4.51, Λυκόφρ. 106. 2) ἡσυχῇ, μικρῶς, κατ’ ὀλίγον, Ἱππ. 591. 47., 675. 18, κτλ.· - γράφεται ἁρμῷ ὑπὸ τοῦ Πινδ. κατὰ τὸν Εὐστ. (Πονημάτ. 57. 18), πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 144. 19, καὶ ὑπὸ Φερεκράτ. (ἐν «Μεταλλεῦσι» 4) κατὰ τὸν Ἐρωτιανὸν (σ. 56), ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ λέξις εἶναι Δωρική, ὁ Meineke δικαίως ἀμφιβάλλει περί τῆς χρήσεως αὐτῆς ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδ. (εἶναι δὲ πράγματι ἀρχαία δοτικὴ ἐκ τοῦ ἁρμός· πρβλ. οἴκοι, πέδοι, κτλ.).
English (Slater)
ἁρμοῑ (fort. ἁρμῷ scribendum) at once, just now ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται (Schneidewin: ἁρμῶ codd. Eustathii: unde scrips. ἁρμῷ edd. vulg.: τὸ ἁρμῶ ἤγουν ἄρτι, ὃ παρ' ἑτέροις ἁρμοῖ λέγεται. Eustath., proem. Pind., 21) fr. 10.
Greek Monolingual
ἁρμοῑ επίρρ. (Α)
1. πριν από λίγο, τώρα μόλις
2. ήσυχα, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία τοπική πτώση του τ. αρμός με επιρρηματική χρήση].
Greek Monotonic
ἁρμοῖ: επίρρ. = ἄρτι, ἀρτίως, ακριβώς, πρόσφατα, τελευταία, πριν λίγο, σε Αισχύλ., Θεόκρ. (στην πραγματικότητα, αρχ. δοτ. του ἁρμός· πρβλ. οἴκοι, πέδοι).
Middle Liddell
=ἄρτι, ἀρτίως
just, newly, lately, Aesch., Theocr. [In fact, an old dat. of ἁρμός; cf. οἴκοι, πέδοι.]