ὑφιζάνω: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 , $3 <i>") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>I. 1</b> s'asseoir sous, être posé <i>ou</i> fixé sous, τινι;<br /><b>2</b> [[s'affaisser]];<br /><b>3</b> déposer, former un dépôt <i>en parl. d'un liquide</i>;<br /><b>II.</b> [[être assis derrière]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἱζάνω]]. | |btext=<b>I. 1</b> [[s'asseoir sous]], [[être posé]] <i>ou</i> fixé sous, τινι;<br /><b>2</b> [[s'affaisser]];<br /><b>3</b> [[déposer]], [[former un dépôt]] <i>en parl. d'un liquide</i>;<br /><b>II.</b> [[être assis derrière]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἱζάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:23, 6 December 2022
English (LSJ)
A = ὑφίζω, Arist. HA637b8; κατὰ τὸν θᾶκον Pyrgioap.Ath.4.143e; ὑφίζανον κύκλοις were crouching beneath... E.Ph.1382. II sink, settle down, τὸ χῶμα ὑ. App.Mith.36, cf. Arr.An.2.27.4, Gal.10.973, Procop.Goth.4.11.
French (Bailly abrégé)
I. 1 s'asseoir sous, être posé ou fixé sous, τινι;
2 s'affaisser;
3 déposer, former un dépôt en parl. d'un liquide;
II. être assis derrière.
Étymologie: ὑπό, ἱζάνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑφιζάνω: приседать: ὑ. κύκλοις Eur. приседать, прикрываясь щитами.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφιζάνω: ὑφίζω, κατὰ τὸν θᾶκον τὸν τοῦ πατρὸς ὑφιζάνουσιν Πυργίων παρ’ Ἀθην. 143Ε· ἀλλ’ ὑφίζανον κύκλοις ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην, ἀλλ’ ὑπένευον ὑπὸ τὰς ἀσπίδας ὅπως αἱ ὑπὸ τῶν δοράτων προσβολαὶ ἐκπίπτοιεν ἄπρακτοι, Εὐρ. Φοίν. 1382. ΙΙ. κατακαθίζω, τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω Ἀππ. Μιθρ. 26, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 2. 27.
Greek Monolingual
Α
1. κάθομαι
2. κάθομαι κάτω συσπειρωμένος, μαζεύομαι («ὑφίζανον κύκλοις, ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην», Ευρ.)
3. υφίσταμαι καθίζηση, κατακαθίζω («τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω», Αππ.)
4. (για την επιδερμίδα μετά από μεγάλη στέρηση) βαθουλώνω ή κρεμάω
5. μτφ. εκκλ. (για τους αγγέλους) είμαι κατώτερος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἱζάνω, άλλος τ. του ρ. ἵζω].
Greek Monotonic
ὑφιζάνω: = ὑφίξω, κουλουριάζομαι, μαζεύομαι, ζαρώνω κάτω από, με δοτ., σε Ευρ.