μεγακήτης: Difference between revisions
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> qui est un énorme | |btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[qui est un énorme cétacé]] ; <i>p. ext.</i> énorme, monstrueux;<br /><b>2</b> [[qui renferme d'énormes cétacés]].<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κῆτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:05, 7 December 2022
English (LSJ)
ες, (cf. κητώεις) yawning, with mighty hollows, μεγακήτεα πόντον Od.3.158; with mighty maw, δελφίς Il.21.22; capacious, νηῦς 8.222, 11.5,600. (Also expld. as derived from κῆτος, μ. πόντος teeming with monsters, μ. νηῦς with a monster as figurehead.)
German (Pape)
[Seite 104] ες, ungeheuer groß; δελφίν, Il. 21, 22, vgl. κῆτος, auch πόντος, Od. 3, 158, wo es Einige erkl. = große Ungeheuer in seinen Tiefen habend; νηῦς, Il. 8, 222. 11, 5. 600, von gewaltiger Höhlung, sehr geräumig. Vgl. noch κητώεις.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 qui est un énorme cétacé ; p. ext. énorme, monstrueux;
2 qui renferme d'énormes cétacés.
Étymologie: μέγας, κῆτος.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰκήτης: κῆτος
1 чудовищный, огромный (δελφίς, νηῦς Hom.);
2 изобилующий чудовищами (πόντος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰκήτης: -ες, ἐπίθ. τῆς θαλάσσης παρ’ Ὁμ., μεγακήτεα πόντον Ὀδ. Γ. 158, ἔνθα κοινῶς ἑρμηνεύεται: ἔχων ἀφθονίαν θαλασσίων τεράτων (κήτεα)· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Φ. 22, εὕρηται ὡς ἐπίθ. δελφῖνος, (ὑπὸ δελφῖνος μεγακήτεος ἰχθύες ἄλλοι φεύγοντες), ἐν Θ. 222., Λ. 5, 600, ἐπὶ πλοίου (μεγακήτεϊ νηί)· ὁ δὲ Θέογν. 175 ἔχει βαθυκήτεα πόντον, προφανῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἐφ’ ἧς τὸ μεγακήτεα παρ’ Ὁμ. - Αἱ χρήσεις αὗται ὡδήγησαν τὸν Buttm. (ἑπόμενον τῷ Hemst. εἰς Λουκ. Τίμ. 26) νὰ διισχυρισθῇ ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ ἡ λέξις τὴν αὐτὴν σημασίαν, ἣν τὸ κητώεις, καιετάεις, δηλ. ἔχων μεγάλην, εὐρεῖαν κοιλίαν, χαίνων, πλήρης κοιλωμάτων· πρβλ. κῆτος.
English (Autenrieth)
ες (κῆτος): with great gulf or hollow; δελφίν, ‘voracious,’ Il. 21.22 ; νηῦς, ‘wide-bellied,’ Il. 8.222 ; πόντος, ‘wide-yawning,’ Od. 3.158.
Greek Monolingual
μεγακήτης, -ες (Α)
1. (για τη θάλασσα) αυτός που έχει αφθονία κητών («ἐστόρεσεν δὲ θεὸς μεγακήτεα πόντον», Ομ. Οδ.)
2. (για το δελφίνι) μεγάλος
3. (για πλοίο) ευρύχωρος («μεγακήτεϊ νηΐ μελαίνῃ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -κήτης (< κῆτος «θαλάσσιο τέρας»), πρβλ. βαθυκήτης, πολυκήτης].
Greek Monotonic
μεγᾰκήτης: -ες (κῆτος II), αυτός που έχει μεγάλα κοιλώματα, σπηλαιώδης, λέγεται για θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ. (πρβλ. βαθυκήτης), λέγεται για πλοίο, αυτό που έχει βαθύ σκάφος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δελφίνι, αυτό που έχει τεράστια σαγόνια, στο ίδ.
Middle Liddell
μεγᾰ-κήτης, ες κῆτος II]
with great hollows, cavernous, of the sea, Od. (cf. βαθυκήτησ): of a ship, with large hull, Il.; of a dolphin, with huge maw, Il.