ἐπιρρήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, acc.")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> itér;<br /><b>1</b> frapper violemment sur, acc. ; repousser avec force, pousser pour fermer;<br /><b>2</b> déchirer (un vêtement) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], *[[ῥήσσω]], c. [[ῥήγνυμι]].
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> itér;<br /><b>1</b> [[frapper violemment sur]], acc. ; repousser avec force, pousser pour fermer;<br /><b>2</b> déchirer (un vêtement) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], *[[ῥήσσω]], c. [[ῥήγνυμι]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[zureißen]], mit [[Gewalt]] [[zuwerfen]] und [[verschließen]]</i>, κληῖδα θυράων ἐπιρρήσσεσκε <i>Il</i>. 24.455, s. [[ἐπιρρήγνυμι]]; – intr., <i>[[darauf]] [[losstürzen]], [[hereinbrechen]]</i>, ἐπιρρήσσουσι νότοι Arat. 292; auch mit dem acc., ἀήταις, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν, die auf ihn <i>[[einstürmen]]</i>, Opp. <i>Hal</i>. 1.634.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρρήσσω:''' эп.-ион. [[ἐπιρράσσω]] захлопывать, задвигать (τὸν ἐπιβλῆτα Hom.; πύλας Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. [[αντί]] [[ἐπιρράσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τραβώ]] με τη βία και [[κλείνω]] («θύρην δ’ ἔχε μοῦν
|mltxt=ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. [[αντί]] [[ἐπιρράσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τραβώ]] με τη βία και [[κλείνω]] («θύρην δ’ ἔχε μοῦν
ος [[ἐπιβλής]] [[εἰλάτινος]], τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., [[τρεῖς]] δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνεμο) <b>(αμτβ.)</b> [[ορμώ]] βίαια, [[ξεσπώ]]<br /><b>3.</b> (για άνεμο) (με αιτ.) [[εφορμώ]] [[εναντίον]], [[παρασύρω]] ορμητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικ. και ιων. τ. [[αντί]] [[επιρράσσω]] <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ράσσω]] «[[χτυπώ]], [[καταβάλλω]]»].
ος [[ἐπιβλής]] [[εἰλάτινος]], τὸν τρεῖς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., [[τρεῖς]] δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνεμο) <b>(αμτβ.)</b> [[ορμώ]] βίαια, [[ξεσπώ]]<br /><b>3.</b> (για άνεμο) (με αιτ.) [[εφορμώ]] [[εναντίον]], [[παρασύρω]] ορμητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικ. και ιων. τ. [[αντί]] [[επιρράσσω]] <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ράσσω]] «[[χτυπώ]], [[καταβάλλω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρήσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, Επικ. παρατ. <i>-ρήσσεσκον</i>, Ιων. αντί [[ἐπιρράσσω]]· [[σπρώχνω]] με [[δύναμη]], [[κλείνω]] βίαια, <i>θύρην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπιρρήσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, Επικ. παρατ. <i>-ρήσσεσκον</i>, Ιων. αντί [[ἐπιρράσσω]]· [[σπρώχνω]] με [[δύναμη]], [[κλείνω]] βίαια, <i>θύρην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρρήσσω:''' эп.-ион. [[ἐπιρράσσω]] захлопывать, задвигать (τὸν ἐπιβλῆτα Hom.; πύλας Soph.).
}}
}}

Latest revision as of 17:35, 7 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρήσσω Medium diacritics: ἐπιρρήσσω Low diacritics: επιρρήσσω Capitals: ΕΠΙΡΡΗΣΣΩ
Transliteration A: epirrḗssō Transliteration B: epirrēssō Transliteration C: epirrisso Beta Code: e)pirrh/ssw

English (LSJ)

v. ἐπιρράσσω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. itér;
1 frapper violemment sur, acc. ; repousser avec force, pousser pour fermer;
2 déchirer (un vêtement) acc..
Étymologie: ἐπί, *ῥήσσω, c. ῥήγνυμι.

German (Pape)

zureißen, mit Gewalt zuwerfen und verschließen, κληῖδα θυράων ἐπιρρήσσεσκε Il. 24.455, s. ἐπιρρήγνυμι; – intr., darauf losstürzen, hereinbrechen, ἐπιρρήσσουσι νότοι Arat. 292; auch mit dem acc., ἀήταις, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν, die auf ihn einstürmen, Opp. Hal. 1.634.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρήσσω: эп.-ион. ἐπιρράσσω захлопывать, задвигать (τὸν ἐπιβλῆτα Hom.; πύλας Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρήσσω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἐπιρράσσω, σύρω, σπρώχνω τι ἐπί τινος μετὰ δυνάμεως, περὶ μοχλοῦ ἢ ὀχέως, «σύρτου», ὃν μετεχειρίζοντο ὅπως κλειδώσωσι θύραν, θύρην δ’ ἔχε... ἐπιβλής..., τὸν τρεῖς μἐν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον Ἰλ. Ω. 454, πρβλ. 456 καὶ ἴδε ἐπιρράσσω. 2) παρασύρω βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ ἀνέμου, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 634: - καὶ ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ἀνέμου, Ἄρατ. 292.

English (Autenrieth)

only ipf. iter. ἐπιρρήσσεσκον, drove to, pushed home, Il. 24.454, 456. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α)
1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῦν ος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῖς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ
3. (για άνεμο) (με αιτ.) εφορμώ εναντίον, παρασύρω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. και ιων. τ. αντί επιρράσσω < επί + ράσσω «χτυπώ, καταβάλλω»].

Greek Monotonic

ἐπιρρήσσω: μέλ. -ξω, Επικ. παρατ. -ρήσσεσκον, Ιων. αντί ἐπιρράσσω· σπρώχνω με δύναμη, κλείνω βίαια, θύρην, σε Ομήρ. Ιλ.