ἐφορμή: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d'assaillir, attaque;<br /><b>2</b> [[endroit par où l'on attaque]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐφορμάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:50, 11 December 2022
English (LSJ)
ἡ, way of attack, μία δ' οἴη γίγνετ' ἐφορμή only room for one to attack, Od.22.130, cf. A.R.4.148, Opp.H.4.623; assault, attack, πόλεις ἐφορμαῖς λαβεῖν Th.6.90; enterprise, A.R.4.204.
German (Pape)
[Seite 1123] ἡ, der Ort zum Eindringen, Zugang, Od. 22, 130; – das Angreifen, der Angriff, Thuc. 6, 90 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 148; das Unternehmen übh., 4, 204.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action d'assaillir, attaque;
2 endroit par où l'on attaque.
Étymologie: ἐφορμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφορμή: ἡ
1 удобное для нападения место, подступ: μία δ᾽ οἴη γίγνετ᾽ ἐ. Hom. только этот подступ и был;
2 нападение: ἐκ γῆς ἐφορμαῖς τὰς πόλεις λαβεῖν Thuc. атаками с суши захватить города.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφορμή: ἡ, εἴσοδος, δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - προσβολή, ἐπίθεσις, ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· ἐπιχείρησις, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204.
English (Autenrieth)
way to speed to (from the interior to the ὁδὸς ἐς λαύρην), Od. 22.130†.
Greek Monolingual
ἐφορμή, ἡ (Α)
1. δρόμος, τόπος επιδρομής, είσοδος για να εφορμήσει κάποιος
2. προσβολή, επίθεση
3. επιχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το εφορμώ].
Greek Monotonic
ἐφορμή: ἡ,
1. είσοδος επίθεσης, μία δ' οἴη γίγνετ' ἐφορμή, ο μόνος τόπος για να επιτεθεί κάποιος, σε Ομήρ. Οδ.
2. επίθεση, επιδρομή, προσβολή, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐφ-ορμή, ἡ,
1. a way of attack, μία δ' οἴη γίγνετ' ἐφορμή only room for one to attack, Od.
2. an assault, attack, Thuc.