ἱεροπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ieroprepis
|Transliteration C=ieroprepis
|Beta Code=i(eropreph/s
|Beta Code=i(eropreph/s
|Definition=ές, [[beseeming a sacred place]], [[person]] or [[matter]], ὄνομα Pl.''Thg.''122e; [[τέχνη]], of [[cookery]], Men.130; κνῖσα Luc. ''Sacr.''13; of persons, ἱεροπρεπέστατος τῶν προγεγενημένων X.''Smp.''8.40, cf. D.C.56.46, [[LXX]] ''4 Ma.''9.25, ''Ep.Tit.''2.3. Adv. [[ἱεροπρεπῶς]] = [[in manner worthy of a sacred personage]] ''Michel'' 163.21 (Delos, ii B.C.), ''Inscr.Prien.''109.216 (ii B.C.), Str.12.5.3, Beros. ap. J. ''Ap.''1.19.
|Definition=ές, [[beseeming a sacred place]], [[beseeming a sacred person]] or [[beseeming a sacred matter]], ὄνομα Pl.''Thg.''122e; [[τέχνη]], of [[cookery]], Men.130; κνῖσα Luc. ''Sacr.''13; of persons, ἱεροπρεπέστατος τῶν προγεγενημένων X.''Smp.''8.40, cf. D.C.56.46, [[LXX]] ''4 Ma.''9.25, ''Ep.Tit.''2.3. Adv. [[ἱεροπρεπῶς]] = [[in manner worthy of a sacred personage]] ''Michel'' 163.21 (Delos, ii B.C.), ''Inscr.Prien.''109.216 (ii B.C.), Str.12.5.3, Beros. ap. J. ''Ap.''1.19.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:24, 17 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροπρεπής Medium diacritics: ἱεροπρεπής Low diacritics: ιεροπρεπής Capitals: ΙΕΡΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: hieroprepḗs Transliteration B: hieroprepēs Transliteration C: ieroprepis Beta Code: i(eropreph/s

English (LSJ)

ές, beseeming a sacred place, beseeming a sacred person or beseeming a sacred matter, ὄνομα Pl.Thg.122e; τέχνη, of cookery, Men.130; κνῖσα Luc. Sacr.13; of persons, ἱεροπρεπέστατος τῶν προγεγενημένων X.Smp.8.40, cf. D.C.56.46, LXX 4 Ma.9.25, Ep.Tit.2.3. Adv. ἱεροπρεπῶς = in manner worthy of a sacred personage Michel 163.21 (Delos, ii B.C.), Inscr.Prien.109.216 (ii B.C.), Str.12.5.3, Beros. ap. J. Ap.1.19.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui convient à une personne ou à une chose sacrée, digne d'une personne ou d'une chose sainte.
Étymologie: ἱερός, πρέπω.

German (Pape)

ές, dem Heiligen geziemend, anständig, ehrwürdig; καὶ νῦν ἐν τῇ ἑορτῇ δοκεῖς ἱεροπρεπέστατος εἶναι τῶν προγεγενημένων Xen. Symp. 8.40, du scheinst den meisten priesterlichen Anstand zu haben; ὄνομα Plat. Theag. 122d; ἡ κνίσσα θεσπέσιος καὶ ἱεροπρεπής Luc. sacrific. 13.
• Adv., Sp., wie Heraclid. alleg.Hom. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροπρεπής:
1 достойный священного места, приличествующий священным целям (κνῖσα Luc.; ἐν καταστήματι NT);
2 священный (ὄνομα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροπρεπής: -ές, ἐμπρέπων εἰς ἱερὸν τόπον, πρόσωπονπρᾶγμα, σεβάσμιος, Πλάτ. Θεάγ. 112 D, Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος Ξεν. Συμπ. 8, 40. ― Επίρρ. -πῶς, Στράβ. 567, Βηρωσὸς παρ’ Ἰωσήπ. κατὰ Ἀππίωνος 1. 20 (;), Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 21. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱεροπρεπῶς· θεοπρεπῶς».

English (Strong)

from ἱερός and the same as πρέπω; reverent: as becometh holiness.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἱεροπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε ιερό πρόσωπο ή σε ιερή τελετή
2. (για πρόσ.) σεβάσμιος, αξιοσέβαστος.
επίρρ...
ιεροπρεπώς (Α ἱεροπρεπῶς)
με ιεροπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιοπρεπής, μεγάλοπρεπής].

Greek Monotonic

ἱεροπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που ταιριάζει, αρμόζει σε ιερό χώρο, αξιοσέβαστος, ιερός, διαπρεπής, σεβάσμιος, σε Πλάτ., Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἱερο-πρεπής, ές πρέπω
beseeming a sacred place, person or matter, holy, reverend, Plat., Luc.; ἱεροπρεπέστατος Xen.

Chinese

原文音譯:ƒeroprep»j 希誒羅-普雷胚士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:聖的-理應
字義溯源:恭敬的,受尊敬的,聖的,虔敬的;由(ἱερός)*=聖的)與(πρέπω)*=合宜)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 要虔敬(1) 多2:3