διασκεδάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :")
m (Text replacement - " fut.<br><span class="bld">A</span> " to " <br><span class="bld">A</span>fut. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaskedannymi
|Transliteration C=diaskedannymi
|Beta Code=diaskeda/nnumi
|Beta Code=diaskeda/nnumi
|Definition=Att. fut.<br><span class="bld">A</span> διασκεδῶ S.Ant.287, Ar.V.229, etc.:— [[scatter abroad]], [[scatter to the winds]], δούρατα Od.5.370; τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν 17.244; γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν S. l. c.; τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν Id.OC620; διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Anaxandr.58; of the wind, διεσκέδασεν αὐτὰ (''[[sc.]]'' ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῇ Th.1.54: metaph., BGU1253.12 (ii B.C.):—Pass., Eus.Mynd.63.<br><span class="bld">2</span> in Hdt., τὸν στρατὸν διεσκέδασε [[disband]]ed it, 1.77, cf. 79:—Pass., 1.63, 5.15, Th.3.98, D.C. 47.38; δ. κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι Hdt.8.57 (but also of an [[enemy]], [[scatter]], 8.68.β).<br><span class="bld">3</span> [[disperse]] the [[soul]], when it leaves the body, Pl.Phd.77e, cf. 70a, 78b.<br><span class="bld">4</span> in Pass., [[διασκεδάννυμαι]], of [[report]]s, to [[be spread abroad]], Hdn.7.6.9.<br><span class="bld">5</span> [[reject]], βουλήν [[LXX]] 3 Ki.12.24.
|Definition=Att. <br><span class="bld">A</span>fut. διασκεδῶ S.Ant.287, Ar.V.229, etc.:— [[scatter abroad]], [[scatter to the winds]], δούρατα Od.5.370; τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν 17.244; γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν S. l. c.; τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν Id.OC620; διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Anaxandr.58; of the wind, διεσκέδασεν αὐτὰ (''[[sc.]]'' ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῇ Th.1.54: metaph., BGU1253.12 (ii B.C.):—Pass., Eus.Mynd.63.<br><span class="bld">2</span> in Hdt., τὸν στρατὸν διεσκέδασε [[disband]]ed it, 1.77, cf. 79:—Pass., 1.63, 5.15, Th.3.98, D.C. 47.38; δ. κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι Hdt.8.57 (but also of an [[enemy]], [[scatter]], 8.68.β).<br><span class="bld">3</span> [[disperse]] the [[soul]], when it leaves the body, Pl.Phd.77e, cf. 70a, 78b.<br><span class="bld">4</span> in Pass., [[διασκεδάννυμαι]], of [[report]]s, to [[be spread abroad]], Hdn.7.6.9.<br><span class="bld">5</span> [[reject]], βουλήν [[LXX]] 3 Ki.12.24.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 19:17, 22 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεδάννῡμι Medium diacritics: διασκεδάννυμι Low diacritics: διασκεδάννυμι Capitals: ΔΙΑΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: diaskedánnymi Transliteration B: diaskedannymi Transliteration C: diaskedannymi Beta Code: diaskeda/nnumi

English (LSJ)

Att.
Afut. διασκεδῶ S.Ant.287, Ar.V.229, etc.:— scatter abroad, scatter to the winds, δούρατα Od.5.370; τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν 17.244; γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν S. l. c.; τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν Id.OC620; διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Anaxandr.58; of the wind, διεσκέδασεν αὐτὰ (sc. ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῇ Th.1.54: metaph., BGU1253.12 (ii B.C.):—Pass., Eus.Mynd.63.
2 in Hdt., τὸν στρατὸν διεσκέδασε disbanded it, 1.77, cf. 79:—Pass., 1.63, 5.15, Th.3.98, D.C. 47.38; δ. κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι Hdt.8.57 (but also of an enemy, scatter, 8.68.β).
3 disperse the soul, when it leaves the body, Pl.Phd.77e, cf. 70a, 78b.
4 in Pass., διασκεδάννυμαι, of reports, to be spread abroad, Hdn.7.6.9.
5 reject, βουλήν LXX 3 Ki.12.24.

Spanish (DGE)

• Morfología: sólo pres., para otros temas v. διασκίδνημι
I tr.
1 c. ac. de abstr. disipar, hacer desaparecerἄνεμος αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ... ἐκ τοῦ σώματος διαφυσᾷ καὶ διασκεδάννυσιν Pl.Phd.77e.
2 difundir en v. pas. διασκεδάννυταί τε ὑπ' αὐτῶν φήμη ὡς ... Hdn.7.6.9.
II intr., en v. med.-pas. dispersarse διασκεδαννύαται ἄλλοι ἄλλοσε Eus.Mynd.63, (ἡ θερμότης) διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν ἄνω τόπον Arist.Mete.346b27.

German (Pape)

[Seite 602] (s. σκεδάννἁμι). zerstreuen, auseinander werfen; Hom. einige Male im aorist. 1. activ.: Odyss. 5, 369. 370 ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠίων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, ἃς τῆς (σχεδίης) δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρὈδυσσεύς κτἑ.; 7, 275 τὴν (σχεδίην) μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδασ'· αὐτὰρ ἔγωγε κτἑ.; 17, 244 τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν άπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, er wird dir die Hoffahrt vertreiben. – Thucyd. 1, 54 ἀνέμου ὃς διεσκὲδασεν αὐτὰ (τά τε ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῆ; τὸν στρατόν, das Heer aus einander gehen lassen, Her. 1, 77; vgl. 8, 57; τὼ κάδω διασκεδῶ, fut., zerschmettern, Ar. Av. 1053; wie διασκεδᾶτε τὸ νέφος ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr. Ath. I, 34 d; τὴν ψυχήν, Plat. Phaed. 77 d; übh. = vernichten; γῆν καὶ νόμους Soph. Ant. 287; pass., διασκεδάννυται ἡ φήμη, es verbreitet sich das Gerücht, Hdn. 7, 6, 21; so auch ψυχὴ ὥσπερ πνεῦμα διασκεδασθεῖσα, Plat. Phaed. 70 a.

French (Bailly abrégé)

f. διασκεδῶ, ao. διεσκέδασα, etc.
1 disperser de côté et d'autre ; particul. licencier une armée ; Pass. se disperser;
2 séparer, détacher;
3 disjoindre, détruire : νῆα OD un navire ; fig. γῆν καὶ νόμους SOPH ruiner sa patrie et ses lois.
Étymologie: διά, σκεδάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκεδάννυμι, διασκεδάζω en διασκίδνημι verstrooien, verspreiden, uiteendrijven:; ὃς γενόμενος τῆς νυκτὸς διεσκέδασεν αὐτὰ πανταχῇ (de wind) die’s nachts was opgestoken en ze (de brokstukken en de lijken) in alle richtingen had verstrooid Thuc. 1.54.1; ontbinden (het eigen leger); pass. intrans. uiteengaan, zich verspreiden. stukslaan, vernietigen:; σχεδίην een vlot Od. 7.275; overdr.: δ. τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα de huidige vriendschappelijke band teniet doen Soph. OC 620.

Russian (Dvoretsky)

διασκεδάννῡμι: (fut. διασκεδῶ, aor. διεσκέδασα)
1 разбрасывать, раскидывать, рассеивать (ναυάγια Thuc.; ὁ ἄνεμος διασκεδάννυσίν τι Plat.; ἡ θερμότης διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν ἄνω τόπον Arst.);
2 разгонять (ἄλλυδις ἄλλῃ Hom.; sc. πολεμίους Plut.);
3 распускать (στρατόν Her.);
4 разбивать, разрушать (σχεδίην Hom.);
5 уничтожать (γῆν καὶ νόμους Soph.).

Greek Monotonic

διασκεδάννῡμι: μέλ. Αττ. -σκεδῶ, αόρ. αʹ -εσκέδᾰσα, γʹ ενικ. ευκτ. -σκεδασεῖεν·
I. διασκορπίζω μακριά, στους ανέμους, διασπείρω, διαχέω, Λατ. dissipare, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. αποδεκατίζω, διαλύω μια στρατιά, σε Ηρόδ. — Παθ., διασκορπίζομαι, μτχ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ., διασκεδασθέντες, διεσκεδασμένοι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

διασκεδάννῡμι: μέλλ. Ἀττ. -σκεδῶ Σοφ. Ἀντ. 287, Ἀριστοφ. Σφηξ. 229· (ἴδε σκεδάννυμι). Διασκορπίζω, μακράν, ῥίπτω εἰς τοὺς ἀνέμους δούρατα μακρὰ διεσκέδασ᾿ ἄλλυδις ἄλλῃ Ὀδ. Ε. 369· τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν Ρ. 244· γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν Σοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 619· διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Ἀναξανδρ. Ἀδήλ. 6· ὲπὶ τοῦ ἀνέμου, διεσκέδασεν αὐτὰ (τὰ ναυάγια) πανταχῆ Θουκ. 1. 54. 2) παρ᾿ Ἡροδ., τὸν στρατὸν διεσκέδασε, διέλυσε, 1. 77, πρβλ. 79., 8. 68· καὶ ἐν τῷ παθ., διεσκεδασμένοι 1. 63· διασκεδασθέντες 5. 15, πρβλ. 8. 57. 3) ἐξαφανίζω [τὴν ψυχήν, ἀφοῦ ἀφήσῃ τὸ σῶμα], Πλάτ. Φαίδωνι 77Β, πρβλ. 70Α, 78Β. 4) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ φημῶν, διαδίδομαι, Ἡρῳδιαν. 7. 6.

Middle Liddell

fut. Attic -σκεδῶ aor1 -εσκέδᾰσα 3rd sg. opt. -σκεδασεῖεν
1. to scatter abroad, scatter to the winds, disperse, Lat. dissipare, Od., Soph.
2. to disband an army, Hdt.: Pass. to be dispersed, aor. 1 and perf. part. διασκεδασθέντες, διεσκεδασμένοι Hdt.