συκολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui cueille des figues.<br />'''Étymologie:''' [[σῦκον]], [[λέγω]]².
|btext=ος, ον :<br />[[qui cueille des figues]].<br />'''Étymologie:''' [[σῦκον]], [[λέγω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκολόγος Medium diacritics: συκολόγος Low diacritics: συκολόγος Capitals: ΣΥΚΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: sykológos Transliteration B: sykologos Transliteration C: sykologos Beta Code: sukolo/gos

English (LSJ)

ον, gathering figs: picking up slander (cf. συκόβιος), Sch.Ar.Pl.874, EM733.57.

German (Pape)

[Seite 973] Feigen lesend, sammelnd, – von Feigen sprechend, Schol. Ar. Plut. 874.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cueille des figues.
Étymologie: σῦκον, λέγω².

Greek (Liddell-Scott)

σῡκολόγος: -ον, ὁ σῦκα συλλέγων· ὁ ἐξευρίσκων συκοφαντίας, συκοφάντης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. συκόβιος· ― ἀμφότεραι αἱ λέξεις αὗται προσυπονοοῦσι τὸ συκοφάντης.

Greek Monolingual

ο / συκολόγος, -ον, ΝΑ, και συκολός και συκολόος Ν
αυτός που συλλέγει, που μαζεύει σύκα από τις συκιές
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ονομασία του μήνα Αυγούστου, επειδή κατά τον μήνα αυτό ωριμάζουν τα σύκα
2. το πτηνό συκοφάγος
αρχ.
αυτός που επινοεί συκοφαντίες, ο συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -λόγος].

Greek Monotonic

σῡκολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μαζεύει σύκα.

Middle Liddell

σῡκο-λόγος, ον, λέγω
gathering figs.