ἡδυμελής: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /> | |btext=ής, ές :<br />[[aux chants agréables]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[μέλος]] II. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:20, 8 January 2023
English (LSJ)
Dor. ἁδυμελής, Aeol. ἀδυμελής, ές, sweet-singing, χελιδοῖ Anacr.67, cf. Sapph.122 (Comp.), Pi.N.2.25; sweet-sounding, ξόανα S.Fr.238, etc.: poet. fem., ἡδυμέλεια σῦριγξ Nonn.D.29.287.
German (Pape)
[Seite 1153] ές, angenehm singend; ἀηδών Ar. Av. 659; Μοῦσαι Mel. 86 (V, 140); αὐλῶν Χάριτες Philp. 54 (Plan. 177); – dor. ἁδυμελής, φόρμιγξ Pind. Ol. 7, 11, φωνή, ὑμνος, N. 2, 25 I. 6, 20, öfter.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux chants agréables.
Étymologie: ἡδύς, μέλος II.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠμελής: дор. ἁδυμελής 2 (ᾱ) издающий сладкие звуки, сладко поющий (ἀηδών Arph.; φόρμιγξ Pind.; Μοῦσαι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυμελής: Δωρ. ἁδυμ-, ές, ἡδέως, ᾄδων, γλυκύφθογγος, Ἀνακρ. 67, Σαπφὼ 122, Πίνδ. Ν. 2. 40, Σοφ. Ἀποσπ. 228, κτλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 659· ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια σύριγξ, Νόνν. Δ. 29. 287.
Greek Monolingual
-ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια)
αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί γλυκά.
επίρρ...
ηδυμελώς
με γλυκύτητα, με μελωδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -μελής (< μέλος «άσμα, μελωδία, τραγούδι»), πρβλ. εμμελής, θελξιμελής].
Greek Monotonic
ἡδυμελής: (μέλος), Δωρ. ἁδυ-μ-, -ές, γλυκόφθογγος, αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Πίνδ.