ὀρφανία: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orfania | |Transliteration C=orfania | ||
|Beta Code=o)rfani/a | |Beta Code=o)rfani/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[orphanhood]], Lys.26.12, Pl.Lg.926e, al.: in plural, Id.Cri.45d.<br><span class="bld">II</span> [[bereavement]], [[want of]] . ., στεφάνων Pi.I.8(7).7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] ἡ, das Waisesein. – Übertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] ἡ, das Waisesein. – Übertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[situation d'orphelin]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρφᾰνία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сиротство]] Plat., Lys., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[недостаток]], [[отсутствие]] (τινός Pind., Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρφᾰνία''': ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ.[[στέρησις]], [[ἔλλειψις]] ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14 | |lstext='''ὀρφᾰνία''': ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ. [[στέρησις]], [[ἔλλειψις]] ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὀρφᾰνία | |sltr=<b>ὀρφᾰνία</b> [[want]] μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων [[μήτε]] κάδεα θεράπευε (I. 8.6) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρφᾰνία:''' ἡ (ὀρφᾰνός),<br /><b class="num">I.</b> [[ορφάνια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέρηση]], [[έλλειψη]] στεφάνων, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ὀρφᾰνία:''' ἡ (ὀρφᾰνός),<br /><b class="num">I.</b> [[ορφάνια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέρηση]], [[έλλειψη]] στεφάνων, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀρφᾰνία, ἡ, [ὀρφᾰνός]<br /><b class="num">I.</b> [[orphanhood]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[bereavement]], [[want]] of, στεφάνων Pind. | |mdlsjtxt=ὀρφᾰνία, ἡ, [ὀρφᾰνός]<br /><b class="num">I.</b> [[orphanhood]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[bereavement]], [[want]] of, στεφάνων Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:25, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ,
A orphanhood, Lys.26.12, Pl.Lg.926e, al.: in plural, Id.Cri.45d.
II bereavement, want of . ., στεφάνων Pi.I.8(7).7.
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, das Waisesein. – Übertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
situation d'orphelin.
Étymologie: ὀρφανός.
Russian (Dvoretsky)
ὀρφᾰνία: ἡ
1 сиротство Plat., Lys., Plut.;
2 недостаток, отсутствие (τινός Pind., Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφᾰνία: ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ. στέρησις, ἔλλειψις ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14.
English (Slater)
ὀρφᾰνία want μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων μήτε κάδεα θεράπευε (I. 8.6)
Greek Monolingual
και ορφανία και αρφάνια, η (Α ὀρφανία)
η στέρηση, λόγω θανάτου, του ενός ή και τών δύο γονέων
νεοελλ.
η στέρηση του προστάτη κάποιου
αρχ.
έλλειψη, στέρηση («ὀρφανία στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρφανία < ὀρφανός. Ο τ. ορφάνια < αρχ. ὀρφανία ή υποχωρητ. σχημ. < ορφανεύω με αναβιβασμό του τόνου κατά το σχήμα ακριβός: ακρίβεια, βοηθός: βοήθεια, γυμνός: γύμνια].
Greek Monotonic
ὀρφᾰνία: ἡ (ὀρφᾰνός),
I. ορφάνια, σε Πλάτ.
II. στέρηση, έλλειψη στεφάνων, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὀρφᾰνία, ἡ, [ὀρφᾰνός]
I. orphanhood, Plat.
II. bereavement, want of, στεφάνων Pind.