Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετρώβολος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vaut, qui pèse 4 oboles.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[ὀβολός]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui vaut]], [[qui pèse 4 oboles]].<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[ὀβολός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρώβολος Medium diacritics: τετρώβολος Low diacritics: τετρώβολος Capitals: ΤΕΤΡΩΒΟΛΟΣ
Transliteration A: tetrṓbolos Transliteration B: tetrōbolos Transliteration C: tetrovolos Beta Code: tetrw/bolos

English (LSJ)

ον, A of four obols, τόκος IG12(5).860.29 (Tenos). II as substantive τετρώβολον, τό, tetrobol, four-obol piece, τετρωβόλου τοῦτ' ἔστιν (as Kuster for τετρώβολον) Ar.Pax254, cf. Plb. 34.8.8, SIG982.15 (Pergam., ii B.C.), etc.; it was a soldier's daily pay, hence τετρωβόλου βίος a soldier's life, Paus.Gr.Fr.307; so in masc. -ώβολος, of a common soldier, Men.Pk.203. 2 τετρώβολον, τό, weight of four obols, Dsc.4.159, Gal.12.628, etc.

German (Pape)

[Seite 1100] vier Obolen schwer od. werth, s. Lob. Phryn. p. 549. 709, sprichwörtl. τετρώβολον τοῦτ' ἔστι, = πολυτίμητον, es ist theuer, Schol. Ar. Pax 254; vgl. Böckh ath. Staatsh. I p. 114.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vaut, qui pèse 4 oboles.
Étymologie: τέσσαρες, ὀβολός.

Russian (Dvoretsky)

τετρώβολος: стоящий четыре обола Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τετρώβολος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀβολῶν ἀποτελούμενος, τόκος Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 29. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. τετρώβολον, τό, νόμισμα ἔχον ἀξίαν τεσσάρων ὀβολῶν, τετρωβόλου ταῦτ’ ἔστιν (κατὰ τὸν Kuster ἀντὶ τετρώβολον τοῦτ’ ἔστι) Ἀριστοφ. Εἰρ. 254, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 1. 6, Πολύβ. 34. 8, 8, κλπ.· τὸ τετρώβολον ἦτο ὁ καθ’ ἡμέραν μισθὸς τοῦ στρατιώτου, ὅθεν τετρωβόλου βίος, στρατιώτου βίος, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1405. 29, πρβλ. τετρωβολίζω.

Greek Monolingual

-ον, ουδ. και τετραόβολον Α
1. αυτός που ανέρχεται σε τέσσερεις οβολούς («τὸ κεφάλαιον εἰς ἄλλον πενταετῆ συνεγράψατο χρόνον τόκου τετρωβόλου», επιγρ. Τήνου)
2. το αρσ. ως ουσ.τετρώβολος
απλός στρατιώτης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετρώβολον και τετραόβολον
νόμισμα που είχε αξία τεσσάρων οβολών και αντιστοιχούσε προς τα δύο τρίτα της δραχμής
4. φρ. «τετρωβόλου βίος» — ο στρατιωτικός βίος, επειδή ο απλός στρατιώτης είχε μισθό τεσσάρων οβολών (Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ώβολος (< ὀβολός), πρβλ. πεντ-ώβολος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τετρώβολος: -ον (ὀβολός), αυτός που αποτελείται από τέσσερις οβολούς· τετρώβολον, τό, νόμισμα που έχει αξία τεσσάρων οβολών, καθημερινή αμοιβή στρατιώτου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τετρ-ώβολος, ον, [ὄβολος]
of four obols