mujeril: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(2)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[γυναικεῖος]], [[γύναιος]], [[γυναικώδης]]
|sltx=[[ἁβρόβιος]], [[ἁβρός]], [[αἰσχροπαθής]], [[ἀνδρογύναιος]], [[ἀνδρογύνης]], [[ἀνδρόγυνος]], [[ἁπαλός]], [[ἀπομάλακος]],  [[βακέλας]], [[βάκηλος]], [[βάναυσος]], [[γύναιος]], [[γυναικάνηρ]], [[γυναικεῖος]], [[γυναικηρός]], [[γυναικίας]], [[γυναικικός]], [[γυναικοήθης]], [[γυναικόμιμος]], [[γυναικόμορφος]], [[γυναικοπαθής]], [[γυναικοτραφής]], [[γυναικόφρων]], [[γυναικώδης]], [[γύννις]], [[διακεκλασμένος]], [[διονῦς]], [[ἐκτεθηλυμμένος]], [[θηλυδρίας]], [[θηλυδρίης]], [[θηλυδριῶδες]], [[θηλυδριώδης]], [[θηλυκῶδες]], [[θηλυκώδης]], [[θηλύμορφος]], [[θηλύνους]], [[θηλύφρων]], [[θηλύψυχος]], [[θρυπτικός]], [[Ἰωνικός]], [[κατακεκλασµένος]], [[κατατεθηλυμμένος]], [[κατεαγός]], [[κατεαγώς]], [[μαλακός]], [[μαλακόσωμος]], [[μαλθακός]], [[μαλθάκων]], [[μεῖραξ]], [[μόλθακος]], [[ὄλολυς]], [[σαβακός]], [[σαλμακίς]], [[Σαλμακίς]], [[τρυφερόβιος]], [[τρυφερός]], [[τρυφῶν]], [[ὑπόθηλυς]], [[χλιδανός]]
}}
}}

Latest revision as of 18:07, 23 March 2023