φιλοτίμημα: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=φῐλοτῑμημα
|Full diacritics=φῐλοτῑ́μημα
|Medium diacritics=φιλοτίμημα
|Medium diacritics=φιλοτίμημα
|Low diacritics=φιλοτίμημα
|Low diacritics=φιλοτίμημα

Revision as of 10:38, 25 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτῑ́μημα Medium diacritics: φιλοτίμημα Low diacritics: φιλοτίμημα Capitals: ΦΙΛΟΤΙΜΗΜΑ
Transliteration A: philotímēma Transliteration B: philotimēma Transliteration C: filotimima Beta Code: filoti/mhma

English (LSJ)

ατος, τό, A an act of ambition or ostentation, Ph. 2.589, Plu.Alc. 16(pl.), 2.822a (pl.). 2 thing on which one prides oneself, Luc.Tim.43 (pl.), Nav.40(pl.).

German (Pape)

[Seite 1287] τό, die Handlung eines φιλότιμος, Beweis von Ehrliebe, Ehrgeiz, bes. durch Pracht, Aufwand, Geschenke, z. B. φιλοτιμήματα πρὸς τὴν πόλιν Plut. Alc. 16, vgl. reip. ger. praec. 30.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qu'on fait par amour-propre, par émulation, ou en mauv. part par ostentation;
2 rivalité.
Étymologie: φιλοτιμέομαι.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτίμημα: ατος (τῑ) τό
1 предмет честолюбия, амбиция (ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα Luc.);
2 честолюбивая щедрость или показное пожертвование, пышный дар (πρὸς τὴν πόλιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτίμημα: τό, πρᾶξις φιλοτιμίας ἢ μεγαλοπρεπείας, Πλουτ. Ἀλκ. 16., 2. 822Α. 2) φιλοδοξία, ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα Λουκ. Τίμ. 43.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α φιλοτιμοῦμαι
1. εκδήλωση φιλοδοξίας ή επίδειξης
2. καθετί για το οποίο είναι κανείς υπερήφανος.

Greek Monotonic

φῐλοτίμημα: -ατος, τό,
I. πράξη φιλοδοξίας ή μεγαλοπρέπειας, σε Πλούτ.
II. ανταγωνισμός, αντιζηλία, σε Λουκ.

Middle Liddell

φῐλοτίμημα, ατος, τό, [from φιλοτιμέομαι
I. an act of ambition or magnificence, Plut.
II. rivalry, Luc.

Translations