λέχριος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λέχριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> [[εγκάρσιος]], [[λοξός]] («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανάποδος]], [[στραβός]] («[[πάντα]] γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. <i>λέχ</i>-<i>ρ</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λεκ</i>-<i>σ</i>-<i>ρ</i>-<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. <i>λάχ</i>-<i>νη</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λακ</i>-<i>σνᾱ</i>) συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>λέκρος</i> και [[λικροί]]<br /><i>οι όζοι τών ελαφείων κεράτων</i>, πιθ. με [[λίγξ]] [[πλάγιος]]<br />[[καμπτήρ]]<br /><i>πλάγιον</i><br /><i>ή σχιστήρια</i> (<b>Ησύχ.</b>) και με το [[λοξός]]. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>e</i>)<i>leq</i>- «[[κάμπτω]]»].
|mltxt=[[λέχριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> [[εγκάρσιος]], [[λοξός]] («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανάποδος]], [[στραβός]] («[[πάντα]] γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. <i>λέχ</i>-<i>ρ</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λεκ</i>-<i>σ</i>-<i>ρ</i>-<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. [[λάχνη]] <span style="color: red;"><</span> <i>λακ</i>-<i>σνᾱ</i>) συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>λέκρος</i> και [[λικροί]]<br /><i>οι όζοι τών ελαφείων κεράτων</i>, πιθ. με [[λίγξ]] [[πλάγιος]]<br />[[καμπτήρ]]<br /><i>πλάγιον</i><br /><i>ή σχιστήρια</i> (<b>Ησύχ.</b>) και με το [[λοξός]]. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>e</i>)<i>leq</i>- «[[κάμπτω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέχριος Medium diacritics: λέχριος Low diacritics: λέχριος Capitals: ΛΕΧΡΙΟΣ
Transliteration A: léchrios Transliteration B: lechrios Transliteration C: lechrios Beta Code: le/xrios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Call.Del.236: (v. λικριφίς):—slanting, crosswise, with a Verb, λ. ὀκλάσας S.OC195 (lyr.); λ. ἐκπεσεῖν, χωρεῖν, E.Hec.1026 (lyr.), Med.1168; τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας X.Cyn.4.3: metaph., πάντα γὰρ λ. τἀν χεροῖν all the business in hand is cross, S.Ant.1345 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 36] eigtl. hingelehnt, in die Quere, schräg, von der Seite, wie Soph. O. C. 196 sagt λέχριός γ' ἐπ' ἄκρου λᾶος βραχὺς ὀκλάσας, auf den Stein zur Seite setze dich; übertr., πάντα γὰρ λέχρια τἂν χεροῖν, Ant. 1325, wo der Schol. πλάγια καὶ πεπτωκότα erkl., Alles liegt darnieder; λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα, Eur. Med. 1168, vgl. Hec. 1025; sp. D., τυτθὸν ἀποκλίνασα καρήατα λέχριος εὕδει Callim. Del. 236; διαδὺς λέχριος ἐν θαλάμῳ Agath. 8 (V, 294); einzeln auch in Prosa, τιθεῖσαι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Xen. Cyn. 4, 3; Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
couché de côté, oblique, incliné.
Étymologie: R. Λεχ, être oblique ; cf. λοξός.

Greek Monolingual

λέχριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.)
2. μτφ. ανάποδος, στραβόςπάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ-ρ-ιος < λεκ-σ-ρ-ιος (πρβλ. λάχνη < λακ-σνᾱ) συνδέεται με τη γλώσσα του Ησύχ. λέκρος και λικροί
οι όζοι τών ελαφείων κεράτων, πιθ. με λίγξ πλάγιος
καμπτήρ
πλάγιον
ή σχιστήρια (Ησύχ.) και με το λοξός. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα (e)leq- «κάμπτω»].

Greek Monotonic

λέχριος: -α, -ον, πλάγιος, εγκάρσιος, λοξός, Λατ. obliquus, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., πάντα γὰρ λέχρια τἀν χεροῖν, όλα τα χειρωνακτικά έργα είναι «ανάποδα», «στραβά», σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

λέχριος: наклонный, косой: λ. ὀκλάσας Soph. склонившись набок, т. е. сбоку; λ. πεσών Eur. упав(ший) боком; πάντα λέχρια τἀν χεροῖν Soph. все валится из рук.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: slanting, crosswise (S., E., X.), adv. λέχρις id. (Antim., A. R.; after ἄχρις, μέχρις, Schwyzer 620); also λικριφίς cross-wise, sideways (λ. ἀΐξας Ξ 463, τ451), in spite of λεκροί, λικροί (s.below) from *λεχρι-φίς with breathdissimilation and vowelassimilation (Schwyzer 256 with Brugmann IF 27, 265; acc. to 351 vowelweakening; for vowelassimilation also Petersen Lang. 14, 56); on the oxytonesis Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 26f. (= Kl. Schr. 2, 1128f.); details in Bechtel Lex. s.v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The basis of λέχριος may have been a ρ(ο)-stem *λεχρ(ο)- of unknown meaning; adducing λεκροί beside λικροί οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, with further λί(γ)ξ πλάγιος H., and of λοξός slanting requires an orig. *λεκ-σ-ρ- (cf. Schwyzer 327); further s. λοξός. Cf. also on λεκάνη, λέκος. The forms λεκροί / λικροί and also λι(γ)ξ seem to point to Pre-Greek forms, to which we should add λικριφίς. Assuming IE forms with and without -σ- side by side is much more difficult than assumeing κ/χ (and ε/ι and prenasalisation) for Pre-Greek.

Middle Liddell

λέχριος, η, ον
slanting, slantwise, crosswise, Lat. obliquus, Soph., Eur.:—metaph., πάντα γὰρ λ. τἀν χεροῖν all the business in hand is cross, Soph. [from λέχρῐς]

Frisk Etymology German

λέχριος: {lékhrios}
Meaning: schräg, quer, schief (S., E., X. usw.),
Derivative: Adv. λέχρις ib. (Antim., A. R.; nach ἄχρις, μέχρις u. a., Schwyzer 620); auch λικριφίς quer, seitwärts, mit einem Seitensprung (λ. ἀΐξας Ξ 463, τ 451), wohl trotz λεκροί, λικροί (s.u.) aus *λεχριφίς mit Hauchdissimilation und Vokalassimilation (Schwyzer 256 mit Brugmann IF 27, 265; nach 351 Vokalschwächung; für Vokalassimilation auch Petersen Lang. 14, 56); zur Oxytonierung Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 26f. (= Kl. Schr. 2, 1128f.); Einzelheiten bei Bechtel Lex. s.v.
Etymology: Als nächste Grundlage von λέχριος dient ein ρ(ο) -Stamm *λεχρ(ο)- unbekannter Bedeutung; die Heranziehung von λεκροί und λικροί· οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, wozu noch λί(γ)ξ πλάγιος H., und von λοξός schräg erheischt ein urspr. *λεκσ-ρ- (vgl. Schwyzer 327); weiteres s. λοξός, wo auch Lit. Vgl. noch zu λεκάνη, λέκος.
Page 2,112