έδρα: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἕδρα]]<br />Α και [[ἕδρη]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] διαμονής, [[οίκημα]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό [[κατάστημα]] («[[έδρα]] κοινότητας»)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> το [[μέρος]] όπου τοποθετείται [[πάθος]] ή φυσιολογική [[ενέργεια]] («[[έδρα]] τών αντανακλαστικών κινήσεων»)<br /><b>4.</b> τα οπίσθια, η [[πυγή]], ο [[πρωκτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθισμα]] [[πάνω]] σε [[βάθρο]] [[συνήθως]] με [[γραφείο]]<br />(«[[έδρα]] καθηγητή, δασκάλου»)<br /><b>2.</b> [[θέση]], [[αξίωμα]] καθηγητή ανώτερης σχολής ή ακαδημίας («[[έδρα]] αρχαιολογίας»)<br /><b>μσν.</b><br />(για φυτά) [[ρίζα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου κάθεται [[κανείς]], [[κάθισμα]], [[καρέκλα]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] καθισμάτων<br /><b>3.</b> τιμητικό [[κάθισμα]], [[πρωτοκαθεδρία]]<br /><b>4.</b> [[κάθισμα]], [[θρόνος]]<br /><b>5.</b> [[εξουσία]], [[αρχή]]<br /><b>6.</b> [[ναός]], [[ιερό]]<br /><b>7.</b> [[μέρος]], [[τόπος]] οποιουδήποτε πράγματος<br /><b>8.</b> [[βάση]], [[θεμέλιο]]<br /><b>9.</b> το [[μέρος]] του ουρανού όπου φαίνονται οιωνοί<br /><b>10.</b> η [[στάση]] ικεσίας σε βωμό ή [[ιερό]]<br /><b>11.</b> [[κάθισμα]] με [[ησυχία]], καθισιό<br /><b>12.</b> [[αδράνεια]], [[χρονοτριβή]], [[βραδύτητα]]<br /><b>13.</b> [[στάση]], [[θέση]]<br /><b>14.</b> [[συνεδρίαση]], [[σύνοδος]] συμβουλίου ή σωματείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>έδ</i>-<i>ρα</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i>- «[[καθίζω]], [[θέτω]], [[κάθομαι]]» (<b>πρβλ.</b> [[έζομαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>έδ</i>-<i>yομαι</i>) και φέρει [[επίθημα]] -<i>ρᾱ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χώ</i>-<i>ρα</i>). Η λ. [[έδρα]], [[χωρίς]] να συνδέεται με αντίστοιχους τύπους σε άλλες ΙΕ γλώσσες, [[είναι]] πολύ εύχρηστη, και με τη [[μορφή]] -<i>εδρος</i> απαντά ως β' συνθετικό (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>εδρος</i>, <i>πολύ</i>-<i>εδρος</i>)].
|mltxt=η (AM [[ἕδρα]]<br />Α και [[ἕδρη]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] διαμονής, [[οίκημα]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό [[κατάστημα]] («[[έδρα]] κοινότητας»)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> το [[μέρος]] όπου τοποθετείται [[πάθος]] ή φυσιολογική [[ενέργεια]] («[[έδρα]] τών αντανακλαστικών κινήσεων»)<br /><b>4.</b> τα οπίσθια, η [[πυγή]], ο [[πρωκτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθισμα]] [[πάνω]] σε [[βάθρο]] [[συνήθως]] με [[γραφείο]]<br />(«[[έδρα]] καθηγητή, δασκάλου»)<br /><b>2.</b> [[θέση]], [[αξίωμα]] καθηγητή ανώτερης σχολής ή ακαδημίας («[[έδρα]] αρχαιολογίας»)<br /><b>μσν.</b><br />(για φυτά) [[ρίζα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου κάθεται [[κανείς]], [[κάθισμα]], [[καρέκλα]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] καθισμάτων<br /><b>3.</b> τιμητικό [[κάθισμα]], [[πρωτοκαθεδρία]]<br /><b>4.</b> [[κάθισμα]], [[θρόνος]]<br /><b>5.</b> [[εξουσία]], [[αρχή]]<br /><b>6.</b> [[ναός]], [[ιερό]]<br /><b>7.</b> [[μέρος]], [[τόπος]] οποιουδήποτε πράγματος<br /><b>8.</b> [[βάση]], [[θεμέλιο]]<br /><b>9.</b> το [[μέρος]] του ουρανού όπου φαίνονται οιωνοί<br /><b>10.</b> η [[στάση]] ικεσίας σε βωμό ή [[ιερό]]<br /><b>11.</b> [[κάθισμα]] με [[ησυχία]], καθισιό<br /><b>12.</b> [[αδράνεια]], [[χρονοτριβή]], [[βραδύτητα]]<br /><b>13.</b> [[στάση]], [[θέση]]<br /><b>14.</b> [[συνεδρίαση]], [[σύνοδος]] συμβουλίου ή σωματείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. <i>έδ</i>-<i>ρα</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i>- «[[καθίζω]], [[θέτω]], [[κάθομαι]]» (<b>πρβλ.</b> [[έζομαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>έδ</i>-<i>yομαι</i>) και φέρει [[επίθημα]] -<i>ρᾱ</i> ([[πρβλ]]. [[χώρα]]). Η λ. [[έδρα]], [[χωρίς]] να συνδέεται με αντίστοιχους τύπους σε άλλες ΙΕ γλώσσες, [[είναι]] πολύ εύχρηστη, και με τη [[μορφή]] -<i>εδρος</i> απαντά ως β' συνθετικό (<b>πρβλ.</b> [[δίεδρος]], [[πολύεδρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:38, 8 May 2023

Greek Monolingual

η (AM ἕδρα
Α και ἕδρη)
1. τόπος διαμονής, οίκημα
2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημαέδρα κοινότητας»)
3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργειαέδρα τών αντανακλαστικών κινήσεων»)
4. τα οπίσθια, η πυγή, ο πρωκτός
νεοελλ.
1. κάθισμα πάνω σε βάθρο συνήθως με γραφείο
έδρα καθηγητή, δασκάλου»)
2. θέση, αξίωμα καθηγητή ανώτερης σχολής ή ακαδημίας («έδρα αρχαιολογίας»)
μσν.
(για φυτά) ρίζα
αρχ.
1. τόπος όπου κάθεται κανείς, κάθισμα, καρέκλα
2. σειρά καθισμάτων
3. τιμητικό κάθισμα, πρωτοκαθεδρία
4. κάθισμα, θρόνος
5. εξουσία, αρχή
6. ναός, ιερό
7. μέρος, τόπος οποιουδήποτε πράγματος
8. βάση, θεμέλιο
9. το μέρος του ουρανού όπου φαίνονται οιωνοί
10. η στάση ικεσίας σε βωμό ή ιερό
11. κάθισμα με ησυχία, καθισιό
12. αδράνεια, χρονοτριβή, βραδύτητα
13. στάση, θέση
14. συνεδρίαση, σύνοδος συμβουλίου ή σωματείου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. έδ-ρα ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sed- «καθίζω, θέτω, κάθομαι» (πρβλ. έζομαι < έδ-yομαι) και φέρει επίθημα -ρᾱ (πρβλ. χώρα). Η λ. έδρα, χωρίς να συνδέεται με αντίστοιχους τύπους σε άλλες ΙΕ γλώσσες, είναι πολύ εύχρηστη, και με τη μορφή -εδρος απαντά ως β' συνθετικό (πρβλ. δίεδρος, πολύεδρος)].