συνοφρυόομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "Trach" to "Trach")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνοφρῠόομαι ([[σύνοφρυς]]) (de wenkbrauwen) fronsen.
|elnltext=συνοφρῠόομαι ([[σύνοφρυς]]) (de wenkbrauwen) fronsen.
}}
{{pape
|ptext=dep. med., <i>die [[Augenbrauen]] [[zusammenziehen]], die [[Stirn]] [[runzeln]]</i>; ὡς [[ἀήθης]] καὶ συνωφρυωμένη χωρεῖ πρὸς [[ἡμᾶς]] [[γραῖα]], Soph. <i>Trach</i>. 866, wo es [[Zeichen]] der [[Trauer]] ist; συνωφρυωμένῳ προσώπῳ, Eur. <i>Alc</i>. 777, vgl. 800.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συνοφρυόομαι]], [[συνοφρυοῦμαι]], ΝΜΑ [[σύνοφρυς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σουφρώνω]] τα φρύδια μου από [[δυσαρέσκεια]], θυμό, [[ανησυχία]] ή [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[σκυθρωπάζω]], [[κατσουφιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου από [[λύπη]], λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ξύνες δὲ τήνδ' ὡς [[ἀήθης]] και ξυνωφρυωμένη χωρεῑ πρὸς ἡμᾶς γραῖα...», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «συνωφρυωμένος<br />λυπούμενος»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «καὶ παρὰ τοῖς τραγωδοῖς τὸ συνωφρυοῦσθαι ἐπὶ τῶν λυπουμένων».
|mltxt=[[συνοφρυόομαι]], [[συνοφρυοῦμαι]], ΝΜΑ [[σύνοφρυς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σουφρώνω]] τα φρύδια μου από [[δυσαρέσκεια]], θυμό, [[ανησυχία]] ή [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[σκυθρωπάζω]], [[κατσουφιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου από [[λύπη]], λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ξύνες δὲ τήνδ' ὡς [[ἀήθης]] και ξυνωφρυωμένη χωρεῖ πρὸς ἡμᾶς γραῖα...», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «συνωφρυωμένος<br />λυπούμενος»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «καὶ παρὰ τοῖς τραγωδοῖς τὸ συνωφρυοῦσθαι ἐπὶ τῶν λυπουμένων».
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 05:55, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοφρῠόομαι Medium diacritics: συνοφρυόομαι Low diacritics: συνοφρυόομαι Capitals: ΣΥΝΟΦΡΥΟΟΜΑΙ
Transliteration A: synophryóomai Transliteration B: synophryoomai Transliteration C: synofryoomai Beta Code: sunofruo/omai

English (LSJ)

συνοφρυόομαι or συνοφρυοῦμαι, Pass., to frown, to have the brow knitted, ἀήθης καὶ συνωφρυωμένη S.Tr.869, cf. Dam.Isid.138; προσώπῳ συνωφρυωμένῳ = with frowning countenance, E.Alc.777, cf. 800.

French (Bailly abrégé)

συνοφρυοῦμαι;
pf. συνωφρύωμαι;
contracter ou froncer les sourcils.
Étymologie: σύν, ὀφρύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοφρῠόομαι (σύνοφρυς) (de wenkbrauwen) fronsen.

German (Pape)

dep. med., die Augenbrauen zusammenziehen, die Stirn runzeln; ὡς ἀήθης καὶ συνωφρυωμένη χωρεῖ πρὸς ἡμᾶς γραῖα, Soph. Trach. 866, wo es Zeichen der Trauer ist; συνωφρυωμένῳ προσώπῳ, Eur. Alc. 777, vgl. 800.

Russian (Dvoretsky)

συνοφρυόομαι: стягивать (хмурить) брови, принимать скорбный вид Soph.: οἱ συνωφρυωμένοι Eur. печальные люди.

Greek Monotonic

συνοφρυόομαι: μέλ. συνωφρύωμαι (ὀφρῦς), Παθ., σουφρώνω τα φρύδια μου, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω· ξυνωφρυωμένη, με ζαρωμένα τα φρύδια της, σε Σοφ.· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ, με συνοφρυωμένη, σκυθρωπή, κατηφή όψη, σε Ευρ.

Greek Monolingual

συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι, ΝΜΑ σύνοφρυς
νεοελλ.
σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω
αρχ.
1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ.
β. «ξύνες δὲ τήνδ' ὡς ἀήθης και ξυνωφρυωμένη χωρεῖ πρὸς ἡμᾶς γραῖα...», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «συνωφρυωμένος
λυπούμενος»
3. (κατά τον Πολυδ.) «καὶ παρὰ τοῖς τραγωδοῖς τὸ συνωφρυοῦσθαι ἐπὶ τῶν λυπουμένων».

Greek (Liddell-Scott)

συνοφρυόομαι: συστέλλω τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, σκυθρωπάζω, ἀήθης καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50.

Middle Liddell

fut. συνωφρύωμαι ὀφρύς
Pass. to have the brow knitted, ξυνωφρυωμένη with knitted brow, Soph.; ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ with frowning countenance, Eur.