ξενοδαίτης: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξενοδαίτης]], δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α)<br />(για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῦ ξενοδαίτα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[τρώγω]]»), | |mltxt=[[ξενοδαίτης]], δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α)<br />(για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῦ ξενοδαίτα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[τρώγω]]»), [[πρβλ]]. [[κρεοδαίτης]], [[λαγοδαίτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:39, 9 May 2023
English (LSJ)
ου, Dor. -τᾱς, ὁ, (δαίς) one that devours guests or strangers, of the Cyclops, Id.Cyc.658 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 277] ὁ, der Fremde od. Gäste verzehrt, Polyphem, Eur. Cycl. 652.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui mange ses hôtes ou des étrangers.
Étymologie: ξένος, δαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
ξενοδαίτης: ου adj. m пожирающий чужеземцев: ξ. θήρ Eur. = Κύκλωψ.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδαίτης: -ου, ἡ, (δαὶς) ὁ κατατρώγων τοὺς ξενιζομένους ἢ ξένους, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 658· ἴδε τὸ προηγ.
Greek Monolingual
ξενοδαίτης, δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α)
(για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῦ ξενοδαίτα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. κρεοδαίτης, λαγοδαίτης].
Greek Monotonic
ξενοδαίτης: -ου, ἡ (δαίς), αυτός που καταβροχθίζει φιλοξενούμενους ή ξένους· λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ευρ.
Middle Liddell
ξενο-δαίτης, ου, δαίς
one that devours guests or strangers, of the Cyclops, Eur.