πολύκτητος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] κτήματα, [[μεγάλη]] [[περιουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κτητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κτῶμαι</i> «[[αποκτώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αξιό</i>-<i>κτητος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] κτήματα, [[μεγάλη]] [[περιουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κτητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κτῶμαι</i> «[[αποκτώ]]»), [[πρβλ]]. [[αξιόκτητος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκτητος Medium diacritics: πολύκτητος Low diacritics: πολύκτητος Capitals: ΠΟΛΥΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: polýktētos Transliteration B: polyktētos Transliteration C: polyktitos Beta Code: polu/kthtos

English (LSJ)

ον, of large possessions, wealthy, δόμοι E.Andr.769 (lyr.), v.l. in Sch.S.El. 508.

German (Pape)

[Seite 665] viel besitzend; δόμοι, Eur. Andr. 769; Luc. Fugit. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πολυκτήμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκτητος -ον [πολύς, κτάομαι] rijk.

Russian (Dvoretsky)

πολύκτητος: очень богатый (δόμοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκτητος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ κτήματα, πλούσιος, Εὐρ. Ἀνδρ. 769.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά κτήματα, μεγάλη περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κτητός (< κτῶμαι «αποκτώ»), πρβλ. αξιόκτητος].

Greek Monotonic

πολύκτητος: -ον, αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κτήματα, πλούσιος, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολύ-κτητος, ον,
of large possessions, wealthy, Eur.