μελῳδός: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελῳδός:'''<br /><b class="num">1</b> [[поющий]] ([[Μοῦσα]], [[κύκνος]], [[ὄρνις]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[певучий]] ([[ἄχημα]] Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ певец, лирический поэт Plat. | |elrutext='''μελῳδός:'''<br /><b class="num">1</b> [[поющий]] ([[Μοῦσα]], [[κύκνος]], [[ὄρνις]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[певучий]] ([[ἄχημα]] Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[певец]], [[лирический поэт]] Plat. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:10, 11 May 2023
English (LSJ)
όν, A musical, melodious, κύκνος, ὄρνις, E.IT1104 (lyr.), Hel.1109 (lyr.); ἀχήματα Id.IA1045 (lyr.). II Subst. μελῳδός, ὁ, = μελοποιός, Pl.Lg.723d, AJP48.18 (Rome).
German (Pape)
[Seite 129] ein Lied singend, Eur. Rhes. 351; oft auch ἄχημα, I. T. 1045; auch = dichtend, bes. der lyrische Dichter, Plat. Legg. IV, 723 d; Τήϊος, Anacr. 1, 2; ὄρνις θρήνων μ. Luc. Halcyon. 8, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui chante;
2 mélodieux.
Étymologie: μέλος, ᾄδω.
Russian (Dvoretsky)
μελῳδός:
1 поющий (Μοῦσα, κύκνος, ὄρνις Eur.);
2 певучий (ἄχημα Eur.).
II ὁ певец, лирический поэт Plat.
Greek (Liddell-Scott)
μελῳδός: -όν, (μέλος Β) ὁ ᾄδων μελῳδικῶς, μουσικός, μελῳδικός, κύκνος, ὄρνις Εὐρ. Ι. Τ. 1104, Ἑλ. 1111· ἄχημα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1045. II. ὡς οὐσιαστ. μελῳδός, ὁ, = μελοποιός, Πλάτ. Νόμ. 723D.
Greek Monolingual
ο, η (ΑM μελῳδός, -όν)
ως ουσ.
1. αοιδός, τραγουδιστής
2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του
2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο μελωδός»)
νεοελλ.
μουσικοσυνθέτης, μουσουργός
αρχ.
ως επίθ. μελωδικός («μελῳδοῖς θέτιν ἀχήμασι... τι κλέουσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ῳδός (< ᾠδή) (πρβλ. κωμωδός, τραγωδός)].
Greek Monotonic
μελῳδός: -όν (μέλος III, ᾄδω), τραγουδιστής, μουσικός, μελωδικός, σε Ευρ.
Middle Liddell
μελ-ῳδός, όν μέλος II, ᾄδω]
singing, musical, melodious, Eur.