ὁμήγυρις: Difference between revisions
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιος (ἡ) :<br />réunion, rassemblement.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἄγυρις]]. | |btext=ιος (ἡ) :<br />[[réunion]], [[rassemblement]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἄγυρις]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁμήγῠρις:''' дор. ὁμάγῠρις, ιος (ᾱ) ἡ собрание, толпа, сонм ([[θεῶν]] Hom.; γυναικῶν, ἄστρων νυκτέρων Aesch.; [[ἡλίκων]] Eur.). | |elrutext='''ὁμήγῠρις:''' дор. ὁμάγῠρις, ιος (ᾱ) ἡ [[собрание]], [[толпа]], [[сонм]] ([[θεῶν]] Hom.; γυναικῶν, ἄστρων νυκτέρων Aesch.; [[ἡλίκων]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=συγκέντρωση, συντροφιά). Ἀπό τό [[ὁμοῦ]] (=μαζί) + [[ἄγυρις]] (=συγκέντρωση) τοῦ [[ἀγείρω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[ὁμός]]. | |mantxt=(=[[συγκέντρωση]], [[συντροφιά]]). Ἀπό τό [[ὁμοῦ]] (=[[μαζί]]) + [[ἄγυρις]] (=[[συγκέντρωση]]) τοῦ [[ἀγείρω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[ὁμός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 11 May 2023
English (LSJ)
Dor. ὁμάγυρις -[ᾱ], ιος, ἡ, (ἄγυρις) assembly, meeting, especially of the gods, θεῶν μεθ' ὁμήγυριν ἄλλων Il.20.142, h.Ap.187, cf. h.Merc.332, Hellanic.54 J.; ὁμάγυρις Ζηνός Pi.I. 7(6).46; any assembly, company, γυναικῶν A.Ch.10; ἡλίκων E.Hipp. 1180; ἄστρων . . νυκτέρων ὁμήγυρις A.Ag.4.
German (Pape)
[Seite 330] ιος, ἡ (ἄγυρις), Versammlung; θεῶν, Il. 20, 142; γυναικῶν, Aesch. Ch. 10; ἄστρων νυκτέρων, Ag. 4; φύλων ἡλίκων, Eur. Hipp. 1180; sp. D.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
réunion, rassemblement.
Étymologie: ὁμός, ἄγυρις.
Russian (Dvoretsky)
ὁμήγῠρις: дор. ὁμάγῠρις, ιος (ᾱ) ἡ собрание, толпа, сонм (θεῶν Hom.; γυναικῶν, ἄστρων νυκτέρων Aesch.; ἡλίκων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμήγῠρις: Δωρ. ὁμάγ-, εως ἢ ιος, ἡ· (ἄγυρις)· συνέλευσις, συνέδριον, συνεδρία, θεῶν μεθ’ ὁμήγυριν ἄλλων Ἰλ. Υ. 142, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 187, εἰς Ἑρμ. 332· οὕτως, ὁμ. Ζηνὸς Πινδ. Ι. 7 (6). 66· ἀκολούθως πᾶσα συνέλευσις, «συνοδία», γυναικῶν Αἰσχύλ. Χο. 10· ἡλίκων Εὐρ. Ἱππ. 1180· ἄστρων... νυκτέρων ὁμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 4. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 173.
English (Autenrieth)
assembly, Il. 20.142†.
Greek Monotonic
ὁμήγῠρις: Δωρ. ὁμάγ-, -ιος, ἡ (ἄγυρις), συνάθροιση, συνέλευση, συνέδριο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
ὁμ-ήγῠρις, δοριξ ὁμάγ-, ιος, ἡ, ἄγυρις
an assembly, meeting, company, Il., Aesch., Eur.
English (Woodhouse)
crowd, collection of people, division of an army, company
Mantoulidis Etymological
(=συγκέντρωση, συντροφιά). Ἀπό τό ὁμοῦ (=μαζί) + ἄγυρις (=συγκέντρωση) τοῦ ἀγείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη ὁμός.