Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλινθίς: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br />(με υποκορ. σημ.) [[πέτρα]] λαξευμένη σε [[σχήμα]] πλίνθου, μικρή [[πλίνθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ορθογώνιο [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> [[πίνακας]], [[παικτικός]] [[άβακας]]<br /><b>3.</b> ηλιακό [[ρολόι]], [[πλινθίο]]<br /><b>4.</b> όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την [[καταμέτρηση]] της κλίσης της εκλειπτικής<br /><b>5.</b> [[είδος]] ακονιού με το οποίο έκαναν μυτερές τις γραφίδες τους οι γραφείς<br /><b>6.</b> [[έκταση]] γης έξι χιλιάδων τετραγωνικών ποδιών<br /><b>7.</b> [[εξάρτημα]] του τροχού<br /><b>8.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>9.</b> <b>μαθημ.</b> το [[πλινθίο]]<br /><b>10.</b> στρατιωτική [[φάλαγγα]] σε [[διάταξη]] ορθογώνιου σχήματος, [[πλινθίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλίνθος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br />(με υποκορ. σημ.) [[πέτρα]] λαξευμένη σε [[σχήμα]] πλίνθου, μικρή [[πλίνθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ορθογώνιο [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> [[πίνακας]], [[παικτικός]] [[άβακας]]<br /><b>3.</b> ηλιακό [[ρολόι]], [[πλινθίο]]<br /><b>4.</b> όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την [[καταμέτρηση]] της κλίσης της εκλειπτικής<br /><b>5.</b> [[είδος]] ακονιού με το οποίο έκαναν μυτερές τις γραφίδες τους οι γραφείς<br /><b>6.</b> [[έκταση]] γης έξι χιλιάδων τετραγωνικών ποδιών<br /><b>7.</b> [[εξάρτημα]] του τροχού<br /><b>8.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>9.</b> <b>μαθημ.</b> το [[πλινθίο]]<br /><b>10.</b> στρατιωτική [[φάλαγγα]] σε [[διάταξη]] ορθογώνιου σχήματος, [[πλινθίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλίνθος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[λιθίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:57, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθίς Medium diacritics: πλινθίς Low diacritics: πλινθίς Capitals: ΠΛΙΝΘΙΣ
Transliteration A: plinthís Transliteration B: plinthis Transliteration C: plinthis Beta Code: plinqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of πλίνθος,
A stone cut in the shape of a brick, IG22.1668.26.
2 square or check, Callix. 1.
b = πλινθίον III.1, for a kind of crossword puzzle, Puchstein Epigr.Gr.p.7, PMag.Par.1.1305.
3 sundial, Plu.2.410e.
4 paperweight (?), AP6.295.6 (Phan.).
5 block of land 6,000 ft. square, = Lat. laterculus, Hygin. in Corp.Agrimens.Rom. ip.85 Thulin.
6 block of wood inserted to strengthen the χοινικίδες, Ph.Bel.57.35.
7 block of fish-pemmican, Agatharch.34.
II number squared and multiplied by a smaller number, Theo Sm.p.41 H., Nicom.Ar.2.6, 17, Anon. in Tht.43.22.
III = πλινθίον II.1, Corp.Herm.16.13.

German (Pape)

[Seite 636] ίδος, ἡ, dim. von πλίνθος, = Vorigem, z. B. Steinplatten, Ath. V, 206 c; bes. in dem arithmetischen Sinne, Nicom. u. Theol. arithm. Dunkel ist die ἡδυφαὴς πλινθὶς καλλαΐνη bei Phani. 3 (VI, 295).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
objet en forme de brique, particul. cadran solaire.
Étymologie: dim. de πλίνθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλινθίς -ίδος, ἡ [πλίνθος] steenblok, uitbr. presse-papier, gewicht. AP 6.295.6.

Russian (Dvoretsky)

πλινθίς: ίδος ἡ [demin. к πλίνθος
1 солнечные часы Plut.;
2 точильный брусок, оселок Anth.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) πέτρα λαξευμένη σε σχήμα πλίνθου, μικρή πλίνθος
αρχ.
1. ορθογώνιο σχήμα
2. πίνακας, παικτικός άβακας
3. ηλιακό ρολόι, πλινθίο
4. όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την καταμέτρηση της κλίσης της εκλειπτικής
5. είδος ακονιού με το οποίο έκαναν μυτερές τις γραφίδες τους οι γραφείς
6. έκταση γης έξι χιλιάδων τετραγωνικών ποδιών
7. εξάρτημα του τροχού
8. είδος ψαριού
9. μαθημ. το πλινθίο
10. στρατιωτική φάλαγγα σε διάταξη ορθογώνιου σχήματος, πλινθίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λιθίς)].

Greek Monotonic

πλινθίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του πλίνθου, μικρός πλίνθος, ακονόπετρα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πλίνθος, πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα πλίνθου· 1) τετράγωνον σχῆμα, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C. 2) ἡλιακὸν ὡρολόγιον, Πλούτ. 2. 410Ε. 3) ἀκόνη, Ἀνθ. Π. ?6. 295. 4) μέτρον τι ἐν χρήσει ἐν τῇ χωρομετρίᾳ, Ὑγῖνος. ΙΙ. = πλινθίον ΙΙΙ. 1, Θέων Σμυρν. 54.

Middle Liddell

πλινθίς, ίδος, ἡ, [Dim. of πλίνθος
a whetstone, Anth.