πλινθίς: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br />(με υποκορ. σημ.) [[πέτρα]] λαξευμένη σε [[σχήμα]] πλίνθου, μικρή [[πλίνθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ορθογώνιο [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> [[πίνακας]], [[παικτικός]] [[άβακας]]<br /><b>3.</b> ηλιακό [[ρολόι]], [[πλινθίο]]<br /><b>4.</b> όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την [[καταμέτρηση]] της κλίσης της εκλειπτικής<br /><b>5.</b> [[είδος]] ακονιού με το οποίο έκαναν μυτερές τις γραφίδες τους οι γραφείς<br /><b>6.</b> [[έκταση]] γης έξι χιλιάδων τετραγωνικών ποδιών<br /><b>7.</b> [[εξάρτημα]] του τροχού<br /><b>8.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>9.</b> <b>μαθημ.</b> το [[πλινθίο]]<br /><b>10.</b> στρατιωτική [[φάλαγγα]] σε [[διάταξη]] ορθογώνιου σχήματος, [[πλινθίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλίνθος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ( | |mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br />(με υποκορ. σημ.) [[πέτρα]] λαξευμένη σε [[σχήμα]] πλίνθου, μικρή [[πλίνθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ορθογώνιο [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> [[πίνακας]], [[παικτικός]] [[άβακας]]<br /><b>3.</b> ηλιακό [[ρολόι]], [[πλινθίο]]<br /><b>4.</b> όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την [[καταμέτρηση]] της κλίσης της εκλειπτικής<br /><b>5.</b> [[είδος]] ακονιού με το οποίο έκαναν μυτερές τις γραφίδες τους οι γραφείς<br /><b>6.</b> [[έκταση]] γης έξι χιλιάδων τετραγωνικών ποδιών<br /><b>7.</b> [[εξάρτημα]] του τροχού<br /><b>8.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>9.</b> <b>μαθημ.</b> το [[πλινθίο]]<br /><b>10.</b> στρατιωτική [[φάλαγγα]] σε [[διάταξη]] ορθογώνιου σχήματος, [[πλινθίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλίνθος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[λιθίς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:57, 11 May 2023
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of πλίνθος,
A stone cut in the shape of a brick, IG22.1668.26.
2 square or check, Callix. 1.
b = πλινθίον III.1, for a kind of crossword puzzle, Puchstein Epigr.Gr.p.7, PMag.Par.1.1305.
3 sundial, Plu.2.410e.
4 paperweight (?), AP6.295.6 (Phan.).
5 block of land 6,000 ft. square, = Lat. laterculus, Hygin. in Corp.Agrimens.Rom. ip.85 Thulin.
6 block of wood inserted to strengthen the χοινικίδες, Ph.Bel.57.35.
7 block of fish-pemmican, Agatharch.34.
II number squared and multiplied by a smaller number, Theo Sm.p.41 H., Nicom.Ar.2.6, 17, Anon. in Tht.43.22.
III = πλινθίον II.1, Corp.Herm.16.13.
German (Pape)
[Seite 636] ίδος, ἡ, dim. von πλίνθος, = Vorigem, z. B. Steinplatten, Ath. V, 206 c; bes. in dem arithmetischen Sinne, Nicom. u. Theol. arithm. Dunkel ist die ἡδυφαὴς πλινθὶς καλλαΐνη bei Phani. 3 (VI, 295).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
objet en forme de brique, particul. cadran solaire.
Étymologie: dim. de πλίνθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλινθίς -ίδος, ἡ [πλίνθος] steenblok, uitbr. presse-papier, gewicht. AP 6.295.6.
Russian (Dvoretsky)
πλινθίς: ίδος ἡ [demin. к πλίνθος
1 солнечные часы Plut.;
2 точильный брусок, оселок Anth.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) πέτρα λαξευμένη σε σχήμα πλίνθου, μικρή πλίνθος
αρχ.
1. ορθογώνιο σχήμα
2. πίνακας, παικτικός άβακας
3. ηλιακό ρολόι, πλινθίο
4. όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την καταμέτρηση της κλίσης της εκλειπτικής
5. είδος ακονιού με το οποίο έκαναν μυτερές τις γραφίδες τους οι γραφείς
6. έκταση γης έξι χιλιάδων τετραγωνικών ποδιών
7. εξάρτημα του τροχού
8. είδος ψαριού
9. μαθημ. το πλινθίο
10. στρατιωτική φάλαγγα σε διάταξη ορθογώνιου σχήματος, πλινθίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λιθίς)].
Greek Monotonic
πλινθίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του πλίνθου, μικρός πλίνθος, ακονόπετρα, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πλινθίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πλίνθος, πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα πλίνθου· 1) τετράγωνον σχῆμα, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C. 2) ἡλιακὸν ὡρολόγιον, Πλούτ. 2. 410Ε. 3) ἀκόνη, Ἀνθ. Π. ?6. 295. 4) μέτρον τι ἐν χρήσει ἐν τῇ χωρομετρίᾳ, Ὑγῖνος. ΙΙ. = πλινθίον ΙΙΙ. 1, Θέων Σμυρν. 54.