πολύσιτος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή για [[χώρα]]) αυτός που έχει [[αφθονία]] σίτου («δι' ὃ καὶ ή [[Σικελία]] [[πολύσιτος]]», θεόφρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, [[πολυφαγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σῖτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>σιτος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή για [[χώρα]]) αυτός που έχει [[αφθονία]] σίτου («δι' ὃ καὶ ή [[Σικελία]] [[πολύσιτος]]», θεόφρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, [[πολυφαγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σῖτος]] ([[πρβλ]]. [[ολιγόσιτος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσῑτος Medium diacritics: πολύσιτος Low diacritics: πολύσιτος Capitals: ΠΟΛΥΣΙΤΟΣ
Transliteration A: polýsitos Transliteration B: polysitos Transliteration C: polysitos Beta Code: polu/sitos

English (LSJ)

ον, A rich in corn, of persons, X.Vect.5.3; of a country, Thphr.HP 8.6.6, Str.15.3.11. II high-fed, full of meat, Theoc.21.40.

German (Pape)

[Seite 673] 1) viel Getreide habend, fruchtbar; Xen. Vect. 5, 3; Strab. XV. – 2) viel essend, Theocr. 21, 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en blé ou en vivres;
2 qui mange beaucoup, vorace, glouton.
Étymologie: πολύς, σῖτος.

Russian (Dvoretsky)

πολύσῑτος:
1 изобилующий хлебом Xen.;
2 наевшийся до отвала Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσῑτος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σίτου, Ξεν. Πόροι, 5, 3,,Στράβ. 731. ΙΙ. ὁ πολὺ τρεφόμενος, πλήρης τροφῆς, Θεόκρ. 21. 40.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πρόσ. ή για χώρα) αυτός που έχει αφθονία σίτου («δι' ὃ καὶ ή Σικελία πολύσιτος», θεόφρ.)
2. αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, πολυφαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σῖτος (πρβλ. ολιγόσιτος)].

Greek Monotonic

πολύσῑτος: -ον,·
I. άφθονος σε σιτάρι, σε Ξεν.
II. πλήρως τρεφόμενος, γεμάτος τροφή, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

πολύ-σῑτος, ον,
I. abounding in corn, Xen.
II. high-fed, full of meat, Theocr.