πότημα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ήματος, τὸ, Α<br />το [[πέταγμα]] («[[ὑπέρ]] τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν [[ἦλθον]] διώκουσ'», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ποτ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του [[πέτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i>].<br /> <b>(II)</b><br />-ήματος, τὸ, ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που πίνεται, [[ποτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υγρό]] [[φάρμακο]] που δίνεται για εσωτερική [[χρήση]] και λαμβάνεται με [[κουτάλι]]<br />(μσν-αρχ.) το [[καταπότι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πο</i>-<i>τ</i>-<i>ός</i>, <b>βλ. λ.</b> [[πίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρόφ</i>-<i>ημα</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ήματος, τὸ, Α<br />το [[πέταγμα]] («[[ὑπέρ]] τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν [[ἦλθον]] διώκουσ'», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ποτ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του [[πέτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i>].<br /> <b>(II)</b><br />-ήματος, τὸ, ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που πίνεται, [[ποτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υγρό]] [[φάρμακο]] που δίνεται για εσωτερική [[χρήση]] και λαμβάνεται με [[κουτάλι]]<br />(μσν-αρχ.) το [[καταπότι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πο</i>-<i>τ</i>-<i>ός</i>, <b>βλ. λ.</b> [[πίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> ([[πρβλ]]. [[τρόφημα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:10, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πότημᾰ Medium diacritics: πότημα Low diacritics: πότημα Capitals: ΠΟΤΗΜΑ
Transliteration A: pótēma Transliteration B: potēma Transliteration C: potima Beta Code: po/thma

English (LSJ)

(A), ατος, τό, A flight, A.Eu.250 (πωτήμασι codd.).
(B), ατος, τό, (πίνω) A draught, potion, Hp.Aff.18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.Fr.50 (pl.). II pill, Paul.Aeg.3.20.

German (Pape)

[Seite 689] τό, das Getrunkene, Hippocr. u. Sp., wie LXX.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. πόμα.
Étymologie: ποτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.
πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10.

Russian (Dvoretsky)

πότημα: ατος τό Aesch. v.l. = πώτημα.

Greek (Liddell-Scott)

πότημα: πτῆσις, ἀπτέροις ποτήμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 250, ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Ἀντιγράφου πωτήμασι, διότι οἱ Τραγ. ἔχουσιν ἀείποτε ποτάομαι, οὐχὶ πωτ-.

Greek Monolingual

(I)
-ήματος, τὸ, Α
το πέταγμαὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του πέτομαι + κατάλ. -ημα].
(II)
-ήματος, τὸ, ΝΜΑ
καθετί που πίνεται, ποτό
νεοελλ.
υγρό φάρμακο που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κουτάλι
(μσν-αρχ.) το καταπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. πο-τ-ός, βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -ημα (πρβλ. τρόφημα)].

Greek Monotonic

πότημα: -ατος, τό (ποτάομαι), πτήση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πότημα, ατος, τό, ποτάομαι
a flight, Aesch.