κραναήπεδος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραναήπεδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[έδαφος]] τραχύ και πετρώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρανα</i>-<i>ός</i> «[[πετρώδης]]» <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- ([[πρβλ]]. <i>στεφαν</i>-<i>ηφόρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[πέδον]]), [[πρβλ]]. [[ακρήπεδος]], [[επίπεδος]]].
|mltxt=[[κραναήπεδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[έδαφος]] τραχύ και πετρώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρανα</i>-<i>ός</i> «[[πετρώδης]]» <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- ([[πρβλ]]. [[στεφανηφόρος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[πέδον]]), [[πρβλ]]. [[ακρήπεδος]], [[επίπεδος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:50, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνᾰήπεδος Medium diacritics: κραναήπεδος Low diacritics: κραναήπεδος Capitals: ΚΡΑΝΑΗΠΕΔΟΣ
Transliteration A: kranaḗpedos Transliteration B: kranaēpedos Transliteration C: kranaipedos Beta Code: kranah/pedos

English (LSJ)

ον, with hard rocky soil, h.Ap.72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol dur ou rocailleux.
Étymologie: κραναός, πέδον.

German (Pape)

mit hartem, felsigem Boden, H.h. Apoll. 72.

Russian (Dvoretsky)

κραναήπεδος: с каменистой почвой, каменистый (Δῆλος HH).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰνᾰήπεδος: -ον, ἔχων ἔδαφος τραχὺ καὶ πετρῶδες, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 72.

Greek Monolingual

κραναήπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα-ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν -η- (πρβλ. στεφανηφόρος) + -πεδος (< -πέδον), πρβλ. ακρήπεδος, επίπεδος].

Greek Monotonic

κρᾰνᾰήπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, βραχώδες έδαφος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κρᾰνᾰή-πεδος, ον πέδον
with hard rocky soil, Hhymn.