χυτρόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(6_20)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chytropous
|Transliteration C=chytropous
|Beta Code=xutro/pous
|Beta Code=xutro/pous
|Definition=ποδος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">stand for a pot</b>, <span class="bibl">Alciphr.3.5</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>893</span> (gloss on <b class="b3">λάσανα</b>); also κυθρόπους <span class="title">PMag.Lond.</span>46.269, Zos.Alch.p.222 B. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">pot</b> or <b class="b2">cauldron</b>, χυτρόποδες <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>748</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>11.35</span>; χ. κέραμοι <span class="title">App.Anth.</span>5.29.5 (Juba). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[τορύνη]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span> 509</span>:—Dim. χυτρο-πόδιον, τό, <span class="bibl">Hippon.25</span>.</span>
|Definition=ποδος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[stand for a pot]], Alciphr.3.5, Sch.Ar.Pax893 (gloss on [[λάσανα]]); also [[κυθρόπους]] PMag.Lond.46.269, Zos.Alch.p.222 B.<br><span class="bld">2</span> [[pot]] or [[cauldron]], χυτρόποδες Hes.Op.748, [[LXX]] Le.11.35; χ. κέραμοι App.Anth.5.29.5 (Juba).<br><span class="bld">3</span> = [[τορύνη]], Sch.Ar.Ra. 509:—Dim. [[χυτροπόδιον]], τό, Hippon.25.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1385.png Seite 1385]] ποδος, ὁ, eigtl. Topffuß, ein Topf, Kessel mit Füßen, Hes. O. 750; auch eine Art Kohlenpfanne, ein kleiner Heerd mit Füßen, einen Topf darauf zu setzen, wie [[λάσανον]], [[πύραυνος]] Iob. ep. (App. 41).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1385.png Seite 1385]] ποδος, ὁ, eigtl. Topffuß, ein Topf, Kessel mit Füßen, Hes. O. 750; auch eine Art Kohlenpfanne, ein kleiner Heerd mit Füßen, einen Topf darauf zu setzen, wie [[λάσανον]], [[πύραυνος]] Iob. ep. (App. 41).
}}
{{bailly
|btext=όποδος (ὁ) :<br />pot de terre <i>ou</i> marmite à pieds.<br />'''Étymologie:''' [[χύτρος]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''χυτρόπους:''' ποδος ὁ<br /><b class="num">1</b> [[горшок на ножках]] или [[котел на ножках]] Hes., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[жаровня на ножках]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χυτρόπους''': ποδος, ὁ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 509· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ πληθ. χυτρόποδες, [[χύτρα]] ἢ [[λέβης]] [[μετὰ]] ποδῶν ἢ [[τρίπους]] [[σιδηροῦς]] ἐφ’ οὗ ἐτίθετο ἡ [[χύτρα]], πυροστιά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, πρβλ. Πλούτ. 2. 703D, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 35), Ἀλκίφρων 3. 5· πρβλ. [[λάσανα]], Ἀνθ. Π. παράρτ. 41, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 893· ― ὑποκορ. χυτροπόδιον, τό, Ἱππῶναξ 18. ― Ἵδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 397.
|lstext='''χυτρόπους''': ποδος, ὁ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 509· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ πληθ. χυτρόποδες, [[χύτρα]] ἢ [[λέβης]] μετὰ ποδῶν ἢ [[τρίπους]] [[σιδηροῦς]] ἐφ’ οὗ ἐτίθετο ἡ [[χύτρα]], πυροστιά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, πρβλ. Πλούτ. 2. 703D, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 35), Ἀλκίφρων 3. 5· πρβλ. [[λάσανα]], Ἀνθ. Π. παράρτ. 41, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 893· ― ὑποκορ. χυτροπόδιον, τό, Ἱππῶναξ 18. ― Ἵδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 397.
}}
{{grml
|mltxt=και κυθρόπους, -ποδος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[χύτρα]] με πόδια, με στηρίγματα<br /><b>2.</b> [[τρίποδο]] [[σκεύος]] [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν τη [[χύτρα]], η [[πυροστιά]]<br /><b>3.</b> [[μεγάλη]] [[κουτάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[σφηνόπους]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χυτρόπους:''' -ποδος, ὁ, πληθ. <i>χυτρόποδες</i>, [[χύτρα]] με πόδια, [[σιδερένιος]] [[τρίποδας]] [[επάνω]] στον οποίο τοποθετούνταν η [[χύτρα]], [[πυροστιά]], σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χυτρό-πους,<br />a pot with feet, or a [[portable]] stove for putting a pot [[upon]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 07:02, 15 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρόπους Medium diacritics: χυτρόπους Low diacritics: χυτρόπους Capitals: ΧΥΤΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: chytrópous Transliteration B: chytropous Transliteration C: chytropous Beta Code: xutro/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ,
A stand for a pot, Alciphr.3.5, Sch.Ar.Pax893 (gloss on λάσανα); also κυθρόπους PMag.Lond.46.269, Zos.Alch.p.222 B.
2 pot or cauldron, χυτρόποδες Hes.Op.748, LXX Le.11.35; χ. κέραμοι App.Anth.5.29.5 (Juba).
3 = τορύνη, Sch.Ar.Ra. 509:—Dim. χυτροπόδιον, τό, Hippon.25.

German (Pape)

[Seite 1385] ποδος, ὁ, eigtl. Topffuß, ein Topf, Kessel mit Füßen, Hes. O. 750; auch eine Art Kohlenpfanne, ein kleiner Heerd mit Füßen, einen Topf darauf zu setzen, wie λάσανον, πύραυνος Iob. ep. (App. 41).

French (Bailly abrégé)

όποδος (ὁ) :
pot de terre ou marmite à pieds.
Étymologie: χύτρος, πούς.

Russian (Dvoretsky)

χυτρόπους: ποδος ὁ
1 горшок на ножках или котел на ножках Hes., Plut.;
2 жаровня на ножках Anth.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρόπους: ποδος, ὁ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 509· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ πληθ. χυτρόποδες, χύτραλέβης μετὰ ποδῶν ἢ τρίπους σιδηροῦς ἐφ’ οὗ ἐτίθετο ἡ χύτρα, πυροστιά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, πρβλ. Πλούτ. 2. 703D, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 35), Ἀλκίφρων 3. 5· πρβλ. λάσανα, Ἀνθ. Π. παράρτ. 41, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 893· ― ὑποκορ. χυτροπόδιον, τό, Ἱππῶναξ 18. ― Ἵδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 397.

Greek Monolingual

και κυθρόπους, -ποδος, ὁ, Α
1. χύτρα με πόδια, με στηρίγματα
2. τρίποδο σκεύος πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τη χύτρα, η πυροστιά
3. μεγάλη κουτάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. σφηνόπους].

Greek Monotonic

χυτρόπους: -ποδος, ὁ, πληθ. χυτρόποδες, χύτρα με πόδια, σιδερένιος τρίποδας επάνω στον οποίο τοποθετούνταν η χύτρα, πυροστιά, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

χυτρό-πους,
a pot with feet, or a portable stove for putting a pot upon, Hes.