πλησίστιος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plisistios
|Transliteration C=plisistios
|Beta Code=plhsi/stios
|Beta Code=plhsi/stios
|Definition=ον, (πίμπλημι, ἱστία) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[filling]] or [[swelling the sails]], οὖρος <span class="bibl">Od.11.7</span>,<span class="bibl">12.149</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>15.195a</span>; πνοαί <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>430</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., [[with full sails]], π. φέρεσθαι <span class="bibl">Ph.1.611</span>, <span class="bibl">2.571</span>: metaph., Plu.<span class="title">Cat. Ma.</span>3.</span>
|Definition=ον, ([[πίμπλημι]], [[ἱστία]])<br><span class="bld">A</span> [[filling the sails]] or [[swelling the sails]], [[οὖρος]] Od.11.7,12.149, Them.''Or.''15.195a; [[πνοή|πνοαί]] E.''IT''430 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Pass., [[with full sails]], [[πλησίστιος φέρεσθαι]] = [[be carried at full sail]] Ph.1.611, 2.571: metaph., Plu.''Cat. Ma.''3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0635.png Seite 635]] die Segel füllend, schwellend; [[οὖρος]], Od. 11, 7. 12, 149; πνοαί, Eur. I. T. 430; [[ἄνεμος]], Luc. Herc. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0635.png Seite 635]] [[die Segel füllend]], [[die Segel schwellend]]; [[οὖρος]], Od. 11, 7. 12, 149; πνοαί, Eur. I. T. 430; [[ἄνεμος]], Luc. Herc. 8.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πλησίστιος''': -ον, ([[πίμπλημι]]) ὁ πληρῶν, φουσκώνων τὰ ἱστία, [[οὖρος]] Ὀδ. Λ. 7, Μ. 149· πνοαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 430. ΙΙ. Παθ., ὁ ἔχων πλήρη τὰ ἱστία, «μὲ γεμᾶτα πανιά», π. φέρεσθαι Φίλων 1. 611., 2. 571, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 3, κτλ.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui emplit les voiles]] <i>ou</i> [[qui gonfle les voiles]];<br /><b>2</b> [[dont les voiles sont gonflées]], [[qui vogue à pleines voiles]].<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]], [[ἱστίον]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλησίστιος -ον &#91;[[πλήθω]], [[ἱστίον]]] act. [[de zeilen vullend]] (van een gunstige wind). pass. met gevulde zeilen, '[[met de wind in de zeilen]]'; overdr.. ἐπὶ τὸν πόλεμον ten oorlog, ten [[strijde]] Plut. CMa 3.6.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui emplit <i>ou</i> gonfle les voiles;<br /><b>2</b> dont les voiles sont gonflées, qui vogue à pleines voiles.<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]], [[ἱστίον]].
|elrutext='''πλησίστιος:'''<br /><b class="num">1</b> [[надувающий паруса]] ([[οὖρος]] Hom.; πνοαί Eur.; [[ἄνεμος]] Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[с надутыми парусами]]: π. ἐπὶ τὸν πόλεμον φερόμενος Plut. отправляющийся на войну на всех парусах.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο / [[πλησίστιος]], -ιον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που πλέει με γεμάτα τα [[ιστία]], με φουσκωμένα τα πανιά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που πλέει με όλη την [[ταχύτητα]], [[ολοταχώς]] και [[κατευθείαν]], αυτός που φέρεται [[ακράτητος]] [[προς]] μία [[κατάσταση]] («φέρονται πλησίστιοι [[προς]] οικονομική [[καταστροφή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνεμο) αυτός που γεμίζει, που φουσκώνει τα [[ιστία]] («πλησίστιον<br />τὸν ἄνεμον, πληροῡντα τὸ [[ἱστίον]]», <b>Ησύχ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλησιστίως</i>, ΝΑ<br />με αναπεπταμένα, με γεμάτα τα πανιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλησ</i>(<i>ι</i>)- του [[πίμπλημι]] (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλησ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἱστίον]] «[[πανί]]»].
|mltxt=-ια, -ιο / [[πλησίστιος]], -ιον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που πλέει με γεμάτα τα [[ιστία]], με φουσκωμένα τα πανιά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που πλέει με όλη την [[ταχύτητα]], [[ολοταχώς]] και [[κατευθείαν]], αυτός που φέρεται [[ακράτητος]] [[προς]] μία [[κατάσταση]] («φέρονται πλησίστιοι [[προς]] οικονομική [[καταστροφή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνεμο) αυτός που γεμίζει, που φουσκώνει τα [[ιστία]] («πλησίστιον<br />τὸν ἄνεμον, πληροῦντα τὸ [[ἱστίον]]», <b>Ησύχ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλησιστίως</i>, ΝΑ<br />με αναπεπταμένα, με γεμάτα τα πανιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλησ</i>(<i>ι</i>)- του [[πίμπλημι]] (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλησ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἱστίον]] «[[πανί]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλησίστιος:''' -ον (πίμ-πλημι),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φουσκώνει τα πανιά, [[οὖρος]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει φουσκωμένα πανιά, σε Πλούτ.
|lsmtext='''πλησίστιος:''' -ον ([[πίμπλημι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φουσκώνει τα πανιά, [[οὖρος]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει φουσκωμένα πανιά, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλησίστιος:'''<br /><b class="num">1)</b> надувающий паруса ([[οὖρος]] Hom.; πνοαί Eur.; [[ἄνεμος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> с надутыми парусами: π. ἐπὶ τὸν πόλεμον φερόμενος Plut. отправляющийся на войну на всех парусах.
|lstext='''πλησίστιος''': -ον, ([[πίμπλημι]]) ὁ πληρῶν, φουσκώνων τὰ ἱστία, [[οὖρος]] Ὀδ. Λ. 7, Μ. 149· πνοαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 430. ΙΙ. Παθ., ὁ ἔχων πλήρη τὰ ἱστία, «μὲ γεμᾶτα πανιά», π. φέρεσθαι Φίλων 1. 611., 2. 571, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 3, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πλησίστιος -ον [πλήθω, ἱστίον] act. de zeilen vullend (van een gunstige wind). pass. met gevulde zeilen, 'met de wind in de zeilen'; overdr.. ἐπὶ τὸν πόλεμον ten oorlog, ten strijde Plut. CMa 3.6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλησ-ίστιος, ον, [[πίμπλημι]]<br /><b class="num">I.</b> filling the sails, [[οὖρος]] Od., Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. with [[full]] sails, Plut.
|mdlsjtxt=πλησ-ίστιος, ον, [[πίμπλημι]]<br /><b class="num">I.</b> filling the sails, [[οὖρος]] Od., Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. with [[full]] sails, Plut.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=μέ φουσκωμένα τά πανιά). Ἀπό τό [[πίμπλημι]] + [[ἱστίον]] τοῦ [[ἵστημι]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα [[ἵστημι]] καί [[πίμπλημι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 26 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησίστιος Medium diacritics: πλησίστιος Low diacritics: πλησίστιος Capitals: ΠΛΗΣΙΣΤΙΟΣ
Transliteration A: plēsístios Transliteration B: plēsistios Transliteration C: plisistios Beta Code: plhsi/stios

English (LSJ)

ον, (πίμπλημι, ἱστία)
A filling the sails or swelling the sails, οὖρος Od.11.7,12.149, Them.Or.15.195a; πνοαί E.IT430 (lyr.).
II Pass., with full sails, πλησίστιος φέρεσθαι = be carried at full sail Ph.1.611, 2.571: metaph., Plu.Cat. Ma.3.

German (Pape)

[Seite 635] die Segel füllend, die Segel schwellend; οὖρος, Od. 11, 7. 12, 149; πνοαί, Eur. I. T. 430; ἄνεμος, Luc. Herc. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui emplit les voiles ou qui gonfle les voiles;
2 dont les voiles sont gonflées, qui vogue à pleines voiles.
Étymologie: πλήθω, ἱστίον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλησίστιος -ον [πλήθω, ἱστίον] act. de zeilen vullend (van een gunstige wind). pass. met gevulde zeilen, 'met de wind in de zeilen'; overdr.. ἐπὶ τὸν πόλεμον ten oorlog, ten strijde Plut. CMa 3.6.

Russian (Dvoretsky)

πλησίστιος:
1 надувающий паруса (οὖρος Hom.; πνοαί Eur.; ἄνεμος Luc.);
2 с надутыми парусами: π. ἐπὶ τὸν πόλεμον φερόμενος Plut. отправляющийся на войну на всех парусах.

Greek Monolingual

-ια, -ιο / πλησίστιος, -ιον, ΝΑ
1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά
2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς οικονομική καταστροφή»)
αρχ.
(για άνεμο) αυτός που γεμίζει, που φουσκώνει τα ιστία («πλησίστιον
τὸν ἄνεμον, πληροῦντα τὸ ἱστίον», Ησύχ.).
επίρρ...
πλησιστίως, ΝΑ
με αναπεπταμένα, με γεμάτα τα πανιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι (πρβλ. αόρ. -πλησ-α) + ἱστίον «πανί»].

Greek Monotonic

πλησίστιος: -ον (πίμπλημι),
I. αυτός που φουσκώνει τα πανιά, οὖρος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. Παθ., αυτός που έχει φουσκωμένα πανιά, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πλησίστιος: -ον, (πίμπλημι) ὁ πληρῶν, φουσκώνων τὰ ἱστία, οὖρος Ὀδ. Λ. 7, Μ. 149· πνοαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 430. ΙΙ. Παθ., ὁ ἔχων πλήρη τὰ ἱστία, «μὲ γεμᾶτα πανιά», π. φέρεσθαι Φίλων 1. 611., 2. 571, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 3, κτλ.

Middle Liddell

πλησ-ίστιος, ον, πίμπλημι
I. filling the sails, οὖρος Od., Eur.
II. pass. with full sails, Plut.

Mantoulidis Etymological

(=μέ φουσκωμένα τά πανιά). Ἀπό τό πίμπλημι + ἱστίον τοῦ ἵστημι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἵστημι καί πίμπλημι.