πότημα: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potima
|Transliteration C=potima
|Beta Code=po/thma
|Beta Code=po/thma
|Definition=(A), ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[flight]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>250</span> ([[πωτήμασι]] codd.).</span><br />(B), ατος, τό, ([[πίνω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[draught]], [[potion]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span>18</span> (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.<span class="title">Fr.</span>50 (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[pill]], <span class="bibl">Paul.Aeg.3.20</span>.</span>
|Definition=(A), -ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[flight]], A.''Eu.''250 ([[πωτήμασι]] codd.).<br /><br />(B), -ατος, τό, ([[πίνω]])<br><span class="bld">A</span> [[draught]], [[potion]], Hp.''Aff.''18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.''Fr.''50 (pl.).<br><span class="bld">II</span> [[pill]], Paul.Aeg.3.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[πόμα]].<br />'''Étymologie:''' [[ποτάομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[πόμα]].<br />'''Étymologie:''' [[ποτάομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.<br />πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10.
}}
{{elru
|elrutext='''πότημα:''' ατος τό Aesch. [[varia lectio|v.l.]] = [[πώτημα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ήματος, τὸ, Α<br />το [[πέταγμα]] («[[ὑπέρ]] τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν [[ἦλθον]] διώκουσ'», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ποτ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του [[πέτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i>].<br /> <b>(II)</b><br />-ήματος, τὸ, ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που πίνεται, [[ποτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υγρό]] [[φάρμακο]] που δίνεται για εσωτερική [[χρήση]] και λαμβάνεται με [[κουτάλι]]<br />(μσν-αρχ.) το [[καταπότι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πο</i>-<i>τ</i>-<i>ός</i>, <b>βλ. λ.</b> [[πίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρόφ</i>-<i>ημα</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ήματος, τὸ, Α<br />το [[πέταγμα]] («[[ὑπέρ]] τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν [[ἦλθον]] διώκουσ'», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ποτ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του [[πέτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i>].<br /> <b>(II)</b><br />-ήματος, τὸ, ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που πίνεται, [[ποτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υγρό]] [[φάρμακο]] που δίνεται για εσωτερική [[χρήση]] και λαμβάνεται με [[κουτάλι]]<br />(μσν-αρχ.) το [[καταπότι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πο</i>-<i>τ</i>-<i>ός</i>, <b>βλ. λ.</b> [[πίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> ([[πρβλ]]. [[τρόφημα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πότημα:''' -ατος, τό ([[ποτάομαι]]), [[πτήση]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πότημα:''' -ατος, τό ([[ποτάομαι]]), [[πτήση]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.<br />πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10.
}}
{{elru
|elrutext='''πότημα:''' ατος τό Aesch. [[varia lectio|v.l.]] = [[πώτημα]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πότημα]], ατος, τό, [[ποτάομαι]]<br />a [[flight]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[πότημα]], ατος, τό, [[ποτάομαι]]<br />a [[flight]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πότημᾰ Medium diacritics: πότημα Low diacritics: πότημα Capitals: ΠΟΤΗΜΑ
Transliteration A: pótēma Transliteration B: potēma Transliteration C: potima Beta Code: po/thma

English (LSJ)

(A), -ατος, τό,
A flight, A.Eu.250 (πωτήμασι codd.).

(B), -ατος, τό, (πίνω)
A draught, potion, Hp.Aff.18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.Fr.50 (pl.).
II pill, Paul.Aeg.3.20.

German (Pape)

[Seite 689] τό, das Getrunkene, Hippocr. u. Sp., wie LXX.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. πόμα.
Étymologie: ποτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.
πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10.

Russian (Dvoretsky)

πότημα: ατος τό Aesch. v.l. = πώτημα.

Greek (Liddell-Scott)

πότημα: πτῆσις, ἀπτέροις ποτήμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 250, ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Ἀντιγράφου πωτήμασι, διότι οἱ Τραγ. ἔχουσιν ἀείποτε ποτάομαι, οὐχὶ πωτ-.

Greek Monolingual

(I)
-ήματος, τὸ, Α
το πέταγμαὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του πέτομαι + κατάλ. -ημα].
(II)
-ήματος, τὸ, ΝΜΑ
καθετί που πίνεται, ποτό
νεοελλ.
υγρό φάρμακο που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κουτάλι
(μσν-αρχ.) το καταπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. πο-τ-ός, βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -ημα (πρβλ. τρόφημα)].

Greek Monotonic

πότημα: -ατος, τό (ποτάομαι), πτήση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πότημα, ατος, τό, ποτάομαι
a flight, Aesch.