Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διακονικός: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diakonikos
|Transliteration C=diakonikos
|Beta Code=diakoniko/s
|Beta Code=diakoniko/s
|Definition=ή, όν, [[of a servant]], [[servile]], [[serviceable]], Ar.Pl.1170, etc.; [[διακονική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), ἡ = [[art of serving]], Pl.Plt.299d; διακονικὴ [[φύσις]] Id. ap. Plu.2.416f: Comp. [[διακονικώτερος]] Id.Grg.517b; αἱ διακονικαὶ πράξεις, τὰ διακονικὰ ἔργα = [[servant]]s' [[business]], [[menial]] [[work]], Arist.Pol.1277a36, 1333a7; διακονικαὶ ἀρεταί ib.1259b23. Adv. [[διακονικῶς]] = [[in the course of service]], Men.113; [[serviceably]], [[servilely]], Sor.1.80.
|Definition=διακονική, διακονικόν, [[of a servant]], [[servile]], [[serviceable]], Ar.Pl.1170, etc.; [[διακονική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), ἡ = [[art of serving]], Pl.Plt.299d; διακονικὴ [[φύσις]] Id. ap. Plu.2.416f: Comp. [[διακονικώτερος]] Id.Grg.517b; αἱ διακονικαὶ πράξεις, τὰ διακονικὰ ἔργα = [[servant]]s' [[business]], [[menial]] [[work]], Arist.Pol.1277a36, 1333a7; διακονικαὶ ἀρεταί ib.1259b23. Adv. [[διακονικῶς]] = [[in the course of service]], Men.113; [[serviceably]], [[servilely]], Sor.1.80.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les serviteurs <i>ou</i> la fonction d'un serviteur;<br /><b>2</b> [[apte au service]], [[bon pour servir]].<br />'''Étymologie:''' [[διάκονος]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne les serviteurs]] <i>ou</i> la fonction d'un serviteur;<br /><b>2</b> [[apte au service]], [[bon pour servir]].<br />'''Étymologie:''' [[διάκονος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 09:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾱκονικός Medium diacritics: διακονικός Low diacritics: διακονικός Capitals: ΔΙΑΚΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: diakonikós Transliteration B: diakonikos Transliteration C: diakonikos Beta Code: diakoniko/s

English (LSJ)

διακονική, διακονικόν, of a servant, servile, serviceable, Ar.Pl.1170, etc.; διακονική (sc. τέχνη), ἡ = art of serving, Pl.Plt.299d; διακονικὴ φύσις Id. ap. Plu.2.416f: Comp. διακονικώτερος Id.Grg.517b; αἱ διακονικαὶ πράξεις, τὰ διακονικὰ ἔργα = servants' business, menial work, Arist.Pol.1277a36, 1333a7; διακονικαὶ ἀρεταί ib.1259b23. Adv. διακονικῶς = in the course of service, Men.113; serviceably, servilely, Sor.1.80.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1servicial de pers., Ar.Pl.1170, Pl.Grg.517b, X.Oec.7.41.
2 subordinado, al servicio de otro, auxiliar de abstr. λειτουργίαι Plu.2.794a, τὰ ... διακονικὰ ὑπηρετήματα op. τὰ στρατηγικά D.C.77.13.1, τὸ μὲν θεῖόν ἐστι ἡγεμονικὸν ... διακονικὸν δὲ τὸ δαιμόνιον Iambl.Myst.1.20, δυνάμεις Eus.M.23.701B, τάξις Ath.Al.M.28.616B
neutr. subst. τὸ τῆς κινήσεως διακονικὸν εἴς τε νεῦρα καὶ τοὺς μῦς (διατείνει) Alex.Aphr.de An.100.16
subst. ἡ δ. el arte de servir Pl.Plt.299d.
3 servil, propio de un servidor gener. de abstr. πράξεις Arist.Pol.1277a36, ἔργα Arist.Pol.1333a7, ἀρετή Arist.Pol.1259b23, χρεία Ph.2.482, φύσις Plu.2.416f
tb. de pers., Olymp.in Grg.2.4, 32.3, op. πολιτικός Olymp.in Grg.42.1.
4 de servicio, doméstico πῦρ ... τὸ δ. op. τὸ ... ἀεὶ καθιερωμένον τῇ Ἑστίᾳ Porph.ad Od.64.8
de ahí empleado en distinciones fil. πῦρ δ. el fuego corriente Olymp.in Mete.40.25, Phlp.in GC 228.28, in Ph.420.1, op. πῦρ ζῳογόνον Olymp.in Mete.18.24, op. τὸ ἐκ πάθους ἐν τοῖς μετεώροις γινόμενον (πῦρ) Eust.151.30.
5 dud. diaconal, relativo al diaconado ἐπιστολὴ τοῖς ἐν Ῥώμῃ ... διακονική Eus.HE 6.46.
II encargado del servicio de la mesa ἀνδράποδα Ph.2.478, 533.
III crist. subst. τὸ διακονικόν
1 santuario, parte de la iglesia que antecede al tabernáculo, Apoph.Patr.M.65.149A, Philost.HE 7.3.
2 sacristía, CLaod. (343-381) Can.21, Cyr.S.V.Euthym.39 (p.57), 48 (p.69), IIasos 637.2 (V/VI d.C.), como edificio separado, Cyr.S.V.Sab.18 (p.102)
usada como baptisterio, IGLS 21(2).74.2 (VI d.C.).
IV adv. διακονικῶς
1 servicialmente προελήλυθας ref. a un esclavo, Men.Fr.100.
2 al modo de un servidor τῶν ἐντεῦθεν ἀγγείων τὸ ἀπὸ τῆς κυούσης αἷμα καὶ πνεῦμα δ. ἐπικεχορηγηκότων τῷ σώματι τοῦ βρέφους Sor.58.28
ταρασσομένη δ. afanada en el servicio ref. a Marta, la hermana de María, Clem.Al.QDS 10.6, ἐπλάττετο ref. a Jesucristo, Cyr.Al.M.70.1045C.

German (Pape)

[Seite 583] zur Bedienung gehörig, geschickt; Ar. Plut. 1170; τέχναι δ. καὶ δουλοπρεπεῖς Plat Gorg. 518 a; auch διακονικώτερος, 517 b; πράξεις, Dienergeschäfte, Arist. Pol. 2, 4; ἔργα, 7, 14. – Adv., διακονικῶς, flink, προιλήλυθας Men. Ath. IV, 172 c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les serviteurs ou la fonction d'un serviteur;
2 apte au service, bon pour servir.
Étymologie: διάκονος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακονικός -ή -όν [διάκονος] bij dienstverlening behorend, dienst-.

Russian (Dvoretsky)

διᾱκονικός:
1 годный для службы, умеющий быть слугой (sc. ἀνήρ Arph.);
2 служебный, служительский (τέχναι Plat.; πράξεις Arst.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διακονικός, -ή, -όν)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάκονο και στην υπηρεσία του
1. το ουδ. εν. ως ουσ. το διακονικό
α) η δεξιά κόγχη του Αγίου Βήματος
β) το σκευοφυλάκιο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διακονικά
όσα εκφωνούνται ή ψάλλονται από τον διάκονο κατά την τέλεση τών ακολουθιών
αρχ.
1. ο χρήσιμος, ο κατάλληλος για υπηρεσία, εξυπηρέτηση
2. φρ. «διακονικὰ ἔργα» ή «διακονικαὶ πράξεις» — οι ασχολίες τών υπηρετών.

Greek Monotonic

διᾱκονικός: -ή, -όν, χρήσιμος, ωφέλιμος, εξυπηρετικός, σε Αριστοφ. κ.λπ.· συγκρ. -ώτερος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διᾱκονικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς ὑπηρεσίαν, χρήσιμος, Ἀριστοφ. Πλ. 1170, κτλ.· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Γοργ. 517Β· αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα, ἐργασίαἀσχολία τοῦ ὑπηρέτου, ἔργον βάναυσον, ἀσχολία ταπεινὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 4, 12., 7. 14, 7· δ. ἀρεταὶ αὐτόθι 1. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον διακόνου Μένανδ. Δημ. 1.

Middle Liddell

διᾱκονικός, ή, όν from διάκονος, serviceable, Ar., etc.; comp. -ώτερος, Plat.