χελιδόνιος: Difference between revisions
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(1b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chelidonios | |Transliteration C=chelidonios | ||
|Beta Code=xelido/nios | |Beta Code=xelido/nios | ||
|Definition=or | |Definition=or [[χελιδόνειος]], α, ον, also ος, ον Poll.6.81:—<br><span class="bld">A</span> [[of the swallow]], μέλος Suid.; <b class="b3">χ. τεῖχος</b> [[built by swallows]], Thrasyll. ap. Ps.-Plu.''Fluv.''16.2.<br><span class="bld">II</span> [[like the swallow]], esp. [[coloured like the swallow's throat]], [[reddish-brown]], [[russet]], <b class="b3">ἰσχάδες χελιδόνιαι</b> [[russet-coloured]] figs, Philem.Gloss. ap. Ath. 14.652f., cf. Dsc.5.32, Poll.l.c.; χ. πυρός Dsc.''Eup.''1.228; [[χελιδόνια]] (''[[sc.]]'' [[σῦκα]]) Ar.''Fr.''569.4 ([[χελιδόνεια]] Epigen.1.2).<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">χελιδονία, ἡ,</b> a kind of [[gem]], Plin.''HN''37.155; [[lapis chelidonius]] ib.11.203.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">χ. ἀσπίς</b>, a kind of [[asp]], Philum.''Ven.''16.1, Gal. 14.235, cf. [[χελιδονιαῖος]].<br><span class="bld">4</span> <b class="b3">δασύπους χελιδόνειος</b>, of the common hare, Diph.1.<br><span class="bld">5</span> <b class="b3">χελιδονεία κύλιξ</b>, name of a kind of cup, ''IG''11(2).154''B''7 (pl., Delos, iii B.C.), cf. 145.46 (ib., iv. B.C.), ''Inscr.Delos''385a53 (ii B. C.).<br><span class="bld">6</span> [[χελιδόνιον]], τό, an [[eyesalve]], ''CIL''13.10021.93. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] von der Schwalbe, der Schwalbe gehörig, ihr ähnlich; dah. – a) συκαῖ oder ἰσχάδες χελιδόνιαι, eine Art Feigen, von rostbrauner od. braunrother Farbe, wie die Schwalbe an der Brust, Ath. XIII, 582, ἐρυθρομέλαιναι XV, 652 e; vgl. χειλιδόνειος; Diosc. – b) eine braunrothe Schlangenart, Galen. u. Plin. – c) auch ein Beiw. des Hasen, weil er, wie die Schwalbe, oben dunkelbraun und am Bauche weiß ist, [[δασύπους]] [[χελιδόνειος]] Diphil. b. Ath. IX, 401 a. – d) ein schwalbenfarbiger Stein, chelidonius, Plin. H. N. 37, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] von der Schwalbe, der Schwalbe gehörig, ihr ähnlich; dah. – a) συκαῖ oder ἰσχάδες χελιδόνιαι, eine Art Feigen, von rostbrauner od. braunrother Farbe, wie die Schwalbe an der Brust, Ath. XIII, 582, ἐρυθρομέλαιναι XV, 652 e; vgl. χειλιδόνειος; Diosc. – b) eine braunrothe Schlangenart, Galen. u. Plin. – c) auch ein Beiw. des Hasen, weil er, wie die Schwalbe, oben dunkelbraun und am Bauche weiß ist, [[δασύπους]] [[χελιδόνειος]] Diphil. b. Ath. IX, 401 a. – d) ein schwalbenfarbiger Stein, chelidonius, Plin. H. N. 37, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> semblable à l'hirondelle, <i>particul.</i> noirâtre comme l'hirondelle;<br /><b>2</b> [[qui ramène l'hirondelle]] <i>en parl. d'un vent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χελιδών]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χελῑδόνιος:''' [[ласточкин]] Plut.: Χελιδόνιαι или Χελιδόνε(ι)αι νῆσοι Dem., Plut., Luc. Ласточкины острова (группа из пяти островков у южн. побережья Ликии). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χελῑδόνιος''': ἢ -ειος, α, ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, | |lstext='''χελῑδόνιος''': ἢ -ειος, α, ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Πολυδ. Ϛ΄, 81· - ὁ τῆς χελιδόνος, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν χελιδόνα, [[μέλος]] Σουΐδ.· [[τεῖχος]] χ., οἰκοδομηθὲν ὑπὸ τῶν χελιδόνων, Θράσυλλ. παρὰ Πλουτ. 2. 1157D. ΙΙ. [[ὅμοιος]] χελιδόνι, [[μάλιστα]] δὲ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ λαιμοῦ τῆς χελιδόνος, ἐρυθρὸς καὶ μελαψός, ἰσχάδες χελιδόνιαι, μελαψὰ σῦκα, Ἀθήν. 652Ε, πρβλ. Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω, χελιδόνια (ἐξυπακουομ. τοῦ σῦκα) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476· χελιδόνεια Ἐπιγένης ἐν «Βακχείᾳ» 1. 2. 2) χελιδονέα, ἡ, [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 56· lapis chelidonius (πρβλ. χελιδὼν Ι), Πλίν. 11. 79. 3) [[εἶδος]] ὄφεως, Γαλην. 4) τί τοῦτο; ποδαπὸς [[οὗτος]]; Β. χελιδόνειος ὁ [[δασύπους]], ἐπὶ τοῦ κοινοῦ λαγοῦ, Δίφλος ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χελιδόνειος]], -ον, θηλ. και -<i>ία</i>, Α [[χελιδών]], -<i>όνος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[χελιδόνι]] (α. «[[χελιδόνιον]] | |mltxt=και [[χελιδόνειος]], -ον, θηλ. και -<i>ία</i>, Α [[χελιδών]], -<i>όνος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[χελιδόνι]] (α. «[[χελιδόνιον]] τεῖχος» — [[τείχος]] χτισμένο από [[χελιδόνια]], Θράσυλλ.<br />β. «[[χελιδόνιον]] [[μέλος]]» — το [[τραγούδι]] του χελιδονιού, λεξ. [[Σούδα]])<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[χελιδονία]]<br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[χελιδόνιον]]<br />[[αλοιφή]] για τα μάτια<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[χελιδόνια]]<br />α) [[ποικιλία]] σύκων, βασιλικά σύκα, βασιλόσυκα<br />β) [[γιορτή]] στη Ρόδο, [[κατά]] την οποία τα [[παιδιά]] τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χελιδόνιος]] [[ἀσπίς]]» — [[ονομασία]] φιδιού <b>(Φιλούμ.)</b><br />β) «[[δασύπους]] [[χελιδόνειος]]» — ο [[λαγός]] <b>(Δίφιλ.)</b><br />γ) «χελιδόνιαι ἰσχάδες» — σκουρόχρωμα [[ξερά]] σύκα (<b>Πολυδ.</b>)<br />δ) «χελιδονεία [[κύλιξ]]» — [[τύπος]] ποτηριού <b>επιγρ.</b>. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χελῑδόνιος:''' ή -ειος, -α, -ον (χελῑδών), αυτός που ανήκει στο [[χελιδόνι]], όμοιος με [[χελιδόνι]], [[ιδίως]] με [[χρώμα]] όμοιο με το [[χρώμα]] του λαιμού του χελιδονιού, [[ερυθρός]]-[[μελαμψός]], [[κοκκινόμαυρος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''χελῑδόνιος:''' ή -ειος, -α, -ον (χελῑδών), αυτός που ανήκει στο [[χελιδόνι]], όμοιος με [[χελιδόνι]], [[ιδίως]] με [[χρώμα]] όμοιο με το [[χρώμα]] του λαιμού του χελιδονιού, [[ερυθρός]]-[[μελαμψός]], [[κοκκινόμαυρος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χελῑδόνιος, ορ -ειος, η, ον [χελῑδών]<br />of the [[swallow]], like the [[swallow]], esp. coloured like the [[swallow]]'s [[throat]], [[reddish]]-[[brown]], [[russet]], Ar. | |mdlsjtxt=χελῑδόνιος, ορ -ειος, η, ον [χελῑδών]<br />of the [[swallow]], like the [[swallow]], esp. coloured like the [[swallow]]'s [[throat]], [[reddish]]-[[brown]], [[russet]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:09, 25 August 2023
English (LSJ)
or χελιδόνειος, α, ον, also ος, ον Poll.6.81:—
A of the swallow, μέλος Suid.; χ. τεῖχος built by swallows, Thrasyll. ap. Ps.-Plu.Fluv.16.2.
II like the swallow, esp. coloured like the swallow's throat, reddish-brown, russet, ἰσχάδες χελιδόνιαι russet-coloured figs, Philem.Gloss. ap. Ath. 14.652f., cf. Dsc.5.32, Poll.l.c.; χ. πυρός Dsc.Eup.1.228; χελιδόνια (sc. σῦκα) Ar.Fr.569.4 (χελιδόνεια Epigen.1.2).
2 χελιδονία, ἡ, a kind of gem, Plin.HN37.155; lapis chelidonius ib.11.203.
3 χ. ἀσπίς, a kind of asp, Philum.Ven.16.1, Gal. 14.235, cf. χελιδονιαῖος.
4 δασύπους χελιδόνειος, of the common hare, Diph.1.
5 χελιδονεία κύλιξ, name of a kind of cup, IG11(2).154B7 (pl., Delos, iii B.C.), cf. 145.46 (ib., iv. B.C.), Inscr.Delos385a53 (ii B. C.).
6 χελιδόνιον, τό, an eyesalve, CIL13.10021.93.
German (Pape)
[Seite 1348] von der Schwalbe, der Schwalbe gehörig, ihr ähnlich; dah. – a) συκαῖ oder ἰσχάδες χελιδόνιαι, eine Art Feigen, von rostbrauner od. braunrother Farbe, wie die Schwalbe an der Brust, Ath. XIII, 582, ἐρυθρομέλαιναι XV, 652 e; vgl. χειλιδόνειος; Diosc. – b) eine braunrothe Schlangenart, Galen. u. Plin. – c) auch ein Beiw. des Hasen, weil er, wie die Schwalbe, oben dunkelbraun und am Bauche weiß ist, δασύπους χελιδόνειος Diphil. b. Ath. IX, 401 a. – d) ein schwalbenfarbiger Stein, chelidonius, Plin. H. N. 37, 10.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 semblable à l'hirondelle, particul. noirâtre comme l'hirondelle;
2 qui ramène l'hirondelle en parl. d'un vent.
Étymologie: χελιδών.
Russian (Dvoretsky)
χελῑδόνιος: ласточкин Plut.: Χελιδόνιαι или Χελιδόνε(ι)αι νῆσοι Dem., Plut., Luc. Ласточкины острова (группа из пяти островков у южн. побережья Ликии).
Greek (Liddell-Scott)
χελῑδόνιος: ἢ -ειος, α, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Πολυδ. Ϛ΄, 81· - ὁ τῆς χελιδόνος, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν χελιδόνα, μέλος Σουΐδ.· τεῖχος χ., οἰκοδομηθὲν ὑπὸ τῶν χελιδόνων, Θράσυλλ. παρὰ Πλουτ. 2. 1157D. ΙΙ. ὅμοιος χελιδόνι, μάλιστα δὲ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ λαιμοῦ τῆς χελιδόνος, ἐρυθρὸς καὶ μελαψός, ἰσχάδες χελιδόνιαι, μελαψὰ σῦκα, Ἀθήν. 652Ε, πρβλ. Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω, χελιδόνια (ἐξυπακουομ. τοῦ σῦκα) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476· χελιδόνεια Ἐπιγένης ἐν «Βακχείᾳ» 1. 2. 2) χελιδονέα, ἡ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 56· lapis chelidonius (πρβλ. χελιδὼν Ι), Πλίν. 11. 79. 3) εἶδος ὄφεως, Γαλην. 4) τί τοῦτο; ποδαπὸς οὗτος; Β. χελιδόνειος ὁ δασύπους, ἐπὶ τοῦ κοινοῦ λαγοῦ, Δίφλος ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1.
Greek Monolingual
και χελιδόνειος, -ον, θηλ. και -ία, Α χελιδών, -όνος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χελιδόνι (α. «χελιδόνιον τεῖχος» — τείχος χτισμένο από χελιδόνια, Θράσυλλ.
β. «χελιδόνιον μέλος» — το τραγούδι του χελιδονιού, λεξ. Σούδα)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χελιδονία
ονομασία πολύτιμου λίθου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ χελιδόνιον
αλοιφή για τα μάτια
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χελιδόνια
α) ποικιλία σύκων, βασιλικά σύκα, βασιλόσυκα
β) γιορτή στη Ρόδο, κατά την οποία τα παιδιά τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα
5. φρ. α) «χελιδόνιος ἀσπίς» — ονομασία φιδιού (Φιλούμ.)
β) «δασύπους χελιδόνειος» — ο λαγός (Δίφιλ.)
γ) «χελιδόνιαι ἰσχάδες» — σκουρόχρωμα ξερά σύκα (Πολυδ.)
δ) «χελιδονεία κύλιξ» — τύπος ποτηριού επιγρ..
Greek Monotonic
χελῑδόνιος: ή -ειος, -α, -ον (χελῑδών), αυτός που ανήκει στο χελιδόνι, όμοιος με χελιδόνι, ιδίως με χρώμα όμοιο με το χρώμα του λαιμού του χελιδονιού, ερυθρός-μελαμψός, κοκκινόμαυρος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
χελῑδόνιος, ορ -ειος, η, ον [χελῑδών]
of the swallow, like the swallow, esp. coloured like the swallow's throat, reddish-brown, russet, Ar.