καταπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataptisso
|Transliteration C=kataptisso
|Beta Code=katapth/ssw
|Beta Code=katapth/ssw
|Definition=fut. <b class="b3">-πτήξω</b> (v. infr.): 3dual Ep. aor. 2 <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> καταπτήτην <span class="bibl">Il.8.136</span>: poet. aor. part. καταπτᾰκών <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>252</span> (cf. [[καταπλακών]]): pf. κατέπτηκα <span class="bibl">LXX<span class="title">Jo.</span>2.24</span> (v.l. [[-έπτηχε]]), Did.<b class="b2">in D</b>.<span class="bibl">11.25</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>24.309b</span>, or κατέπτηχα <span class="bibl">D.4.8</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>25</span>, Gal.5.510; Ep. part. <b class="b3">καταπεπτηώς</b> (v. infr.):—<b class="b2">crouch, cower</b>, esp. from fear, καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι <span class="bibl">Il.8.136</span>; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ <span class="bibl">22.191</span>; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ <span class="bibl">Od.8.190</span>; λιμῷ καταπεπτηυῖα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>265</span>: also in Prose, <b class="b3">κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν</b> D.l.c., cf. <span class="bibl">D.H.7.50</span>; ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>27</span>; διὰ τὸ μέγεθος <span class="bibl">Id.<span class="title">Sull.</span>7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b2">cower beneath</b>, ἐξουσίαν <span class="bibl">D.H.11.18</span>; τὸ θεοῦ κράτος <span class="bibl">Ph.1.677</span>, cf. <span class="bibl">322</span>, <span class="bibl">2.600</span>; of a breach in a wall, ἀπειλουμένην ὅσον οὔπω κατεπτηχέναι τὴν ἐπίκλυσιν <span class="bibl">Hld.9.5</span>.</span>
|Definition=fut. καταπτήξω (v. infr.): 3dual Ep. aor. 2<br><span class="bld">A</span> καταπτήτην Il.8.136: ''poet.'' aor. part. καταπτᾰκών A.''Eu.''252 (cf. [[καταπλακών]]): pf. κατέπτηκα [[LXX]] ''Jo.''2.24 ([[varia lectio|v.l.]] -έπτηχε), Did. in [[Demosthenes|D.]]11.25, Them.''Or.''24.309b, or κατέπτηχα D.4.8, Plu.''Per.''25, Gal.5.510; Ep. part. [[καταπεπτηώς]] (v. infr.):—[[crouch]], [[cower]], esp. from fear, καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι Il.8.136; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ 22.191; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Od.8.190; λιμῷ καταπεπτηυῖα Hes.''Sc.''265: also in Prose, <b class="b3">κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν</b> D.l.c., cf. D.H.7.50; ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plu.''Aem.''27; διὰ τὸ μέγεθος Id.''Sull.''7.<br><span class="bld">2</span> c. acc., [[cower beneath]], ἐξουσίαν D.H.11.18; τὸ θεοῦ κράτος Ph.1.677, cf. 322, 2.600; of a breach in a wall, ἀπειλουμένην ὅσον οὔπω κατεπτηχέναι τὴν ἐπίκλυσιν Hld.9.5.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταπτήξω, <i>pf.</i> κατέπτηχα;<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> se blottir de crainte, se faire petit ; se courber de frayeur ; rester immobile de frayeur;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> [[craindre]], [[redouter]], acc.;<br /><b>2</b> [[être saisi d'admiration]], [[admirer]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πτήσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πτήσσω, ep. indic. stamaor. 3 dual. καταπτήτην, poët. ptc. them. aor. καταπτακών; ptc. perf. later καταπεπτηχώς, wegduiken, zich verschuilen (van angst):; καταπτήτην ὑπ’ ὄχεσφι de twee doken weg onder de wagen Il. 8.136; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ weggedoken onder een struik Il. 22.191; νῦν ὅδ’ ἐνθάδ’ ἐστί που καταπτακών nu is hij hier ergens weggedoken Aeschl. Eum. 252; overdr. bang zijn:. κατέπτηχε... πάντα ταῦτα νῦν al deze (gevoelens) zijn nu bang weggekropen Dem. 4.8; κ. πρὸς τὸ μέλλον bang zijn voor de toekomst Plut. Aem. 27.5.
}}
{{pape
|ptext=([[πτήσσω]]), p. aor.2 καταπτήτην <i>Il</i>. 8.136, [[καταπτακών]] s. [[oben]]; perf. κατέπτηχα, Dem. 4.8 und Plut. <i>Caes</i>. 6; κατέπτηκα, Them. <i>Or</i>. 24.309b; καταπεπτηχέναι und καταπεπτηχώς Poll. 3.136 sind von Bekker in κατεπτ. [[geändert]]; poet. partic. sync. [[καταπεπτηυῖα]], Hes. <i>Sc</i>. 265; καταπεπτηῶτας, Man. 2.168;<br><i>sich [[niederducken]] vor [[Furcht]]</i>; τὼ δὲ δείσαντε καταπτήτην ὑπ' [[ὄχεσφι]] <i>Il</i>. δ 136; κατὰ δ' ἔπτηξαν [[ποτὶ]] γαίῃ od. δ 190; <i>sich [[verbergen]], verkriechen</i>, εἴπερ κε [[λάθῃσι]] καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ <i>Il</i>. 22.191; sp.D., στεινῇσι καταπτήξας ἐν ἀγυιαῖς Opp. <i>Hal</i>. 2.410. Einzeln auch in [[Prosa]], κατέπτηχε [[ταῦτα]] πάντα οὐκ ἔχοντα ἀποστροφήν Dem. 4.8, <i>von [[Furcht]] [[erfüllt]] und schmiegen sich</i>; ταπεινοὶ καταπτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plut. <i>Aem</i>. 27; ὡς δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν [[αὐτοῦ]] καὶ κατεπτηχόσιν Dion.Hal. 7.50. Auch = <i>[[anstaunen]]</i>, τὸ [[μέγεθος]] καταπτῆξαι Plut. <i>Sull</i>. 7.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπτήσσω:''' (fut. καταπτήξω, pf. [[κατέπτηχα]]), эп. [[καταπτώσσω]]<br /><b class="num">1</b> [[припадать к земле]], [[нагибаться]] (только praes.) ([[ποτὶ]] γαίῃ Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">2</b> [[приседать от страха]], [[пугаться]], [[робеть]]: καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Hom. притаившийся от страха под кустом; ταπεινοὶ καταπτήξετε πρὸς τὸ [[μέλλον]] ἀεὶ καραδοκοῦντες Plut. всякий раз думая о будущем, проникайтесь смирением и страхом (слова Эмилия Павла римской молодежи); καταπτῆξαι τὸ μέγεθός τινος Plut. быть пораженным громадностью (чего-л.).
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. 1 [[part]]. καταπτήξᾶς, aor. 2 [[κατέπτην]], 3 du. καταπτήτην: [[crouch]] [[down]], [[cower]] [[with]] [[fear]], Il. 8.136.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπτήσσω]] και [[καταπτώσσω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[συνεσταλμένος]], μαζεμένος από φόβο, [[ζαρώνω]]<br /><b>2.</b> δεν εμφανίζομαι από φόβο, δεν εκδηλώνομαι από [[δειλία]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] φοβισμένος από [[κατάπληξη]], εκπλήττομαι<br /><b>4.</b> [[κρύβω]] τον εαυτό μου, [[μένω]] ζαρωμένος [[κάπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτήσσω]] «[[ζαρώνω]] από φόβο»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπτήσσω:''' μέλ. <i>-πτήξω</i>· γʹ δυικ. Επικ. αορ. βʹ <i>καταπτήτην</i>, ποιητ. μτχ. <i>καταπτᾰκών</i>· παρακ. <i>κατέπτηχα</i>, Επικ. μτχ. <i>καταπεπτηώς</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ζαρώνω]], [[κάθομαι]] ζαρωμένος ή μαζεμένος από φόβο, σε Όμηρ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ζαρώνω]] φοβισμένος [[κάτω]] από, σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπτήσσω''': μέλλ. -πτήξω∙ γ’ δυϊκ. ἐπ. ἀορ. βʹ καταπτήτην Ἰλ. Θ. 136∙ ποιητ. μτοχ. καταπτᾰκὼν ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 252˙ (πρβλ. [[καταπλακών]])˙ πρκμ. κατέπτηκα Θεμίστ. 309Β, ἢ κατέπτηχα, ἴδε κατωτ.˙ ἐπ. μετοχ. καταπεπτηώς, ἴδε κατωτ.˙ (ἴδε πτήσω)˙ «ζαρώνω», [[κάθημαι]] «ζαρωμένος», μαζευμένος ἔνεκα φόβου, καταπτήτην ὑπ’ [[ὄχεσφι]] Ἰλ. Θ. 136˙ καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Χ. 191˙ κατά δ’ ἔπτηξαν [[ποτὶ]] γαίῃ Ὀδ. Θ. 190˙ λιμῷ [[καταπεπτηυῖα]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 295, (πρβλ. [[προσπτήσσω]], [[ὑποπτήσσω]])˙ [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, κατέπτηχε μέντοι [[ταῦτα]] πάντα νῦν Δημ. 42. 22˙ γυναῖκας περιφόβους κατεπτηχυίας Ἀντιφ.˙ δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν [[αὐτοῦ]] καὶ κατεπτηχόσιν ἡμῖν Διον. Ἁλ. 7. 50˙ ταπεινοὶ καταπτήξετε Πλουτ. Αἰμίλ 27, πρβλ. Περικλ. 25∙ κατεπτηχὸς τὸ [[ὑπήκοον]] καὶ ὑπὸ φόβου δεδουλωμένον Ἀριστειδ. Α. σ. 62, μετ’ αἰτ., ἔκφρονας γενέσθαι πάντας καὶ καταπτῆξαι τὸ [[μέγεθος]] ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7.
|lstext='''καταπτήσσω''': μέλλ. -πτήξω∙ γ’ δυϊκ. ἐπ. ἀορ. βʹ καταπτήτην Ἰλ. Θ. 136∙ ποιητ. μτοχ. καταπτᾰκὼν ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 252· (πρβλ. [[καταπλακών]])· πρκμ. κατέπτηκα Θεμίστ. 309Β, ἢ κατέπτηχα, ἴδε κατωτ.· ἐπ. μετοχ. καταπεπτηώς, ἴδε κατωτ.· (ἴδε πτήσω)· «ζαρώνω», [[κάθημαι]] «ζαρωμένος», μαζευμένος ἔνεκα φόβου, καταπτήτην ὑπ’ [[ὄχεσφι]] Ἰλ. Θ. 136· καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Χ. 191· κατά δ’ ἔπτηξαν [[ποτὶ]] γαίῃ Ὀδ. Θ. 190· λιμῷ [[καταπεπτηυῖα]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 295, (πρβλ. [[προσπτήσσω]], [[ὑποπτήσσω]])· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, κατέπτηχε μέντοι [[ταῦτα]] πάντα νῦν Δημ. 42. 22· γυναῖκας περιφόβους κατεπτηχυίας Ἀντιφ.· δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν [[αὐτοῦ]] καὶ κατεπτηχόσιν ἡμῖν Διον. Ἁλ. 7. 50· ταπεινοὶ καταπτήξετε Πλουτ. Αἰμίλ 27, πρβλ. Περικλ. 25∙ κατεπτηχὸς τὸ [[ὑπήκοον]] καὶ ὑπὸ φόβου δεδουλωμένον Ἀριστειδ. Α. σ. 62, μετ’ αἰτ., ἔκφρονας γενέσθαι πάντας καὶ καταπτῆξαι τὸ [[μέγεθος]] ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=<i>f.</i> καταπτήξω, <i>pf.</i> κατέπτηχα;<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> se blottir de crainte, se faire petit ; se courber de frayeur ; rester immobile de frayeur;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> craindre, redouter, acc.;<br /><b>2</b> être saisi d’admiration, admirer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πτήσσω]].
|mdlsjtxt=fut. -πτήξω 3rd dual epic aor2 καταπτήτην poet. [[part]]. καταπτᾰκών perf. κατέπτηχα epic [[part]]. καταπεπτηώς<br /><b class="num">1.</b> to [[crouch]] [[down]], to lie crouching or [[cowering]], Hom., Hes.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[cower]] [[beneath]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπτήσσω Medium diacritics: καταπτήσσω Low diacritics: καταπτήσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΤΗΣΣΩ
Transliteration A: kataptḗssō Transliteration B: kataptēssō Transliteration C: kataptisso Beta Code: katapth/ssw

English (LSJ)

fut. καταπτήξω (v. infr.): 3dual Ep. aor. 2
A καταπτήτην Il.8.136: poet. aor. part. καταπτᾰκών A.Eu.252 (cf. καταπλακών): pf. κατέπτηκα LXX Jo.2.24 (v.l. -έπτηχε), Did. in D.11.25, Them.Or.24.309b, or κατέπτηχα D.4.8, Plu.Per.25, Gal.5.510; Ep. part. καταπεπτηώς (v. infr.):—crouch, cower, esp. from fear, καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι Il.8.136; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ 22.191; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Od.8.190; λιμῷ καταπεπτηυῖα Hes.Sc.265: also in Prose, κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν D.l.c., cf. D.H.7.50; ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plu.Aem.27; διὰ τὸ μέγεθος Id.Sull.7.
2 c. acc., cower beneath, ἐξουσίαν D.H.11.18; τὸ θεοῦ κράτος Ph.1.677, cf. 322, 2.600; of a breach in a wall, ἀπειλουμένην ὅσον οὔπω κατεπτηχέναι τὴν ἐπίκλυσιν Hld.9.5.

French (Bailly abrégé)

f. καταπτήξω, pf. κατέπτηχα;
I. au propre se blottir de crainte, se faire petit ; se courber de frayeur ; rester immobile de frayeur;
II. fig. 1 craindre, redouter, acc.;
2 être saisi d'admiration, admirer, acc..
Étymologie: κατά, πτήσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πτήσσω, ep. indic. stamaor. 3 dual. καταπτήτην, poët. ptc. them. aor. καταπτακών; ptc. perf. later καταπεπτηχώς, wegduiken, zich verschuilen (van angst):; καταπτήτην ὑπ’ ὄχεσφι de twee doken weg onder de wagen Il. 8.136; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ weggedoken onder een struik Il. 22.191; νῦν ὅδ’ ἐνθάδ’ ἐστί που καταπτακών nu is hij hier ergens weggedoken Aeschl. Eum. 252; overdr. bang zijn:. κατέπτηχε... πάντα ταῦτα νῦν al deze (gevoelens) zijn nu bang weggekropen Dem. 4.8; κ. πρὸς τὸ μέλλον bang zijn voor de toekomst Plut. Aem. 27.5.

German (Pape)

(πτήσσω), p. aor.2 καταπτήτην Il. 8.136, καταπτακών s. oben; perf. κατέπτηχα, Dem. 4.8 und Plut. Caes. 6; κατέπτηκα, Them. Or. 24.309b; καταπεπτηχέναι und καταπεπτηχώς Poll. 3.136 sind von Bekker in κατεπτ. geändert; poet. partic. sync. καταπεπτηυῖα, Hes. Sc. 265; καταπεπτηῶτας, Man. 2.168;
sich niederducken vor Furcht; τὼ δὲ δείσαντε καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι Il. δ 136; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ od. δ 190; sich verbergen, verkriechen, εἴπερ κε λάθῃσι καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Il. 22.191; sp.D., στεινῇσι καταπτήξας ἐν ἀγυιαῖς Opp. Hal. 2.410. Einzeln auch in Prosa, κατέπτηχε ταῦτα πάντα οὐκ ἔχοντα ἀποστροφήν Dem. 4.8, von Furcht erfüllt und schmiegen sich; ταπεινοὶ καταπτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plut. Aem. 27; ὡς δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ κατεπτηχόσιν Dion.Hal. 7.50. Auch = anstaunen, τὸ μέγεθος καταπτῆξαι Plut. Sull. 7.

Russian (Dvoretsky)

καταπτήσσω: (fut. καταπτήξω, pf. κατέπτηχα), эп. καταπτώσσω
1 припадать к земле, нагибаться (только praes.) (ποτὶ γαίῃ Hom. - in tmesi);
2 приседать от страха, пугаться, робеть: καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Hom. притаившийся от страха под кустом; ταπεινοὶ καταπτήξετε πρὸς τὸ μέλλον ἀεὶ καραδοκοῦντες Plut. всякий раз думая о будущем, проникайтесь смирением и страхом (слова Эмилия Павла римской молодежи); καταπτῆξαι τὸ μέγεθός τινος Plut. быть пораженным громадностью (чего-л.).

English (Autenrieth)

aor. 1 part. καταπτήξᾶς, aor. 2 κατέπτην, 3 du. καταπτήτην: crouch down, cower with fear, Il. 8.136.

Greek Monolingual

καταπτήσσω και καταπτώσσω (AM)
1. κάθομαι συνεσταλμένος, μαζεμένος από φόβο, ζαρώνω
2. δεν εμφανίζομαι από φόβο, δεν εκδηλώνομαι από δειλία
3. είμαι φοβισμένος από κατάπληξη, εκπλήττομαι
4. κρύβω τον εαυτό μου, μένω ζαρωμένος κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πτήσσω «ζαρώνω από φόβο»].

Greek Monotonic

καταπτήσσω: μέλ. -πτήξω· γʹ δυικ. Επικ. αορ. βʹ καταπτήτην, ποιητ. μτχ. καταπτᾰκών· παρακ. κατέπτηχα, Επικ. μτχ. καταπεπτηώς·
1. ζαρώνω, κάθομαι ζαρωμένος ή μαζεμένος από φόβο, σε Όμηρ., Ησίοδ.
2. με αιτ., ζαρώνω φοβισμένος κάτω από, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτήσσω: μέλλ. -πτήξω∙ γ’ δυϊκ. ἐπ. ἀορ. βʹ καταπτήτην Ἰλ. Θ. 136∙ ποιητ. μτοχ. καταπτᾰκὼν ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 252· (πρβλ. καταπλακών)· πρκμ. κατέπτηκα Θεμίστ. 309Β, ἢ κατέπτηχα, ἴδε κατωτ.· ἐπ. μετοχ. καταπεπτηώς, ἴδε κατωτ.· (ἴδε πτήσω)· «ζαρώνω», κάθημαι «ζαρωμένος», μαζευμένος ἔνεκα φόβου, καταπτήτην ὑπ’ ὄχεσφι Ἰλ. Θ. 136· καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Χ. 191· κατά δ’ ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Ὀδ. Θ. 190· λιμῷ καταπεπτηυῖα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 295, (πρβλ. προσπτήσσω, ὑποπτήσσωὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν Δημ. 42. 22· γυναῖκας περιφόβους κατεπτηχυίας Ἀντιφ.· δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ κατεπτηχόσιν ἡμῖν Διον. Ἁλ. 7. 50· ταπεινοὶ καταπτήξετε Πλουτ. Αἰμίλ 27, πρβλ. Περικλ. 25∙ κατεπτηχὸς τὸ ὑπήκοον καὶ ὑπὸ φόβου δεδουλωμένον Ἀριστειδ. Α. σ. 62, 6· μετ’ αἰτ., ἔκφρονας γενέσθαι πάντας καὶ καταπτῆξαι τὸ μέγεθος ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7.

Middle Liddell

fut. -πτήξω 3rd dual epic aor2 καταπτήτην poet. part. καταπτᾰκών perf. κατέπτηχα epic part. καταπεπτηώς
1. to crouch down, to lie crouching or cowering, Hom., Hes.
2. c. acc. to cower beneath, Plut.