χυδαῖος: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(4b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chydaios | |Transliteration C=chydaios | ||
|Beta Code=xudai=os | |Beta Code=xudai=os | ||
|Definition= | |Definition=χυδαῖον, ([[χέω]])<br><span class="bld">A</span> [[poured out in streams]], [[abundant]], [[LXX]] ''Ex.''1.7; [[στέφανοι]], i.e. <b class="b3">χύδην πεπλεγμένοι</b>, Ath.15.686a. Adv. [[χυδαίως]] [[pell-mell]], Herm. ap. Stob.1.49.68.<br><span class="bld">II</span> [[common]], [[ordinary]], φοίνικες Dsc.5.31, cf. Plin.''HN''13.46; λίθος Plu.2.85f; ἔλαιον ''Hippiatr.''69.<br><span class="bld">b</span> of persons, χ. πλῆθος Str.1.2.8; ὁ χ. Porph.''Abst.''4.18; οἱ χ. Str.3.1.5, Ph.Bybl. 5, Porph.''Chr.''63; opp. <b class="b3">οἱ σοφοί</b>, Phld.''Po.''5.23, cf. ''Rh.''2.157S., al.: Comp. <b class="b3">οἱ χυδαιότεροι</b> (misspelt [[χυδεώτεροι]]) Sch.E.''Hipp.''948.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[common]], [[vulgar]], [[coarse]], λαλιά Plb.14.7.8; χυδαῖα καὶ φαῦλα Phld.''Mus.''p.95K. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1384.png Seite 1384]] ον, in Menge, Masse ausgegossen, ausgeschüttet, übertr., gemein, gering, schlecht; [[λαλιά]] Pol. 14, 7,8; στέφανοι Ath. XV, 686 a; – τὸ χυδαῖον τοῦ λόγου, = Folgdm, Phot. bibl. cod. 88. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1384.png Seite 1384]] ον, in Menge, Masse ausgegossen, ausgeschüttet, übertr., gemein, gering, schlecht; [[λαλιά]] Pol. 14, 7,8; στέφανοι Ath. XV, 686 a; – τὸ χυδαῖον τοῦ λόγου, = Folgdm, Phot. bibl. cod. 88. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[commun]], [[ordinaire]].<br />'''Étymologie:''' [[χύδην]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χῠδαῖος:'''<br /><b class="num">1</b> [[простой]], [[обыкновенный]] ([[λίθος]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[всеобщий]] (χ. καὶ [[πάνδημος]] [[λαλιά]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῠδαῖος''': -ον, (χέω) ὁ πεπληθυσμένος, [[πολυπληθής]], [[πολυάριθμος]], Ἑβδ. (Ἔξ. Α΄, 7), Ἀθήν. 686D. ΙΙ. [[ἀνάμικτος]], [[κοινός]], Διοσκ. 5.40, Πλούτ. 2. 85F. 2) μεταφ, [[κοινός]], «πρόστυχος», [[χυδαῖος]], λαλιὰ Πολύβ. 14. 7, 8. - Ἐπίρ. -ως, Ἐπιφάν. 1. 760Α, κλπ. | |lstext='''χῠδαῖος''': -ον, (χέω) ὁ πεπληθυσμένος, [[πολυπληθής]], [[πολυάριθμος]], Ἑβδ. (Ἔξ. Α΄, 7), Ἀθήν. 686D. ΙΙ. [[ἀνάμικτος]], [[κοινός]], Διοσκ. 5.40, Πλούτ. 2. 85F. 2) μεταφ, [[κοινός]], «πρόστυχος», [[χυδαῖος]], λαλιὰ Πολύβ. 14. 7, 8. - Ἐπίρ. -ως, Ἐπιφάν. 1. 760Α, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / | |mltxt=-α, -ο / χυδαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται [[χωρίς]] [[ευγένεια]], με [[προστυχιά]], [[βάναυσος]], [[αγροίκος]] (α. «[[χυδαίος]] [[άνθρωπος]]» β. «[[πολλά]] ὁ [[νόμος]] τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.<br />γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, [[αναξιοπρεπής]], [[πρόστυχος]], [[απρεπής]] (α. «χυδαία [[έκφραση]]» β. «χυδαία [[συμπεριφορά]]» γ. «χυδαῖα καὶ φαῡλα», Φιλόδ.<br />δ. «τῆς χυδαίου καὶ πανδήμου λαλιᾱς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χυδαία [[γλώσσα]]»<br />(παλαιότερα) ([[κατά]] τους αρχαϊστές ή τους καθαρευουσιάνους) η [[δημοτική]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χυδαῖον</i><br />[[κοινοτοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολυπληθής]], [[πολυάριθμος]] («οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο», ΠΔ)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από ανάμικτα υλικά, [[κοινός]], [[ευτελής]] (α. «χυδαῖοι στέφανοι», <b>Αθήν.</b><br />β. «[[ξύλον]] τὸ τυχὸν ἢ λίθον ἐπιβαλεῖν χυδαῖον», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «τὸν χυδαῖον [[οἶνον]] καρηβαρίτην ἔλεγον», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χυδαίως]] ΝΜΑ, και <i>χυδαία</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[χυδαιότητα]], πρόστυχα, απρεπώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με τρόπο που προκαλεί ή που δείχνει [[σύγχυση]] («[[χυδαίως]] ὀνομασθὲν καὶ κακῶς νοηθέν», Βασ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύδην]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:15, 25 August 2023
English (LSJ)
χυδαῖον, (χέω)
A poured out in streams, abundant, LXX Ex.1.7; στέφανοι, i.e. χύδην πεπλεγμένοι, Ath.15.686a. Adv. χυδαίως pell-mell, Herm. ap. Stob.1.49.68.
II common, ordinary, φοίνικες Dsc.5.31, cf. Plin.HN13.46; λίθος Plu.2.85f; ἔλαιον Hippiatr.69.
b of persons, χ. πλῆθος Str.1.2.8; ὁ χ. Porph.Abst.4.18; οἱ χ. Str.3.1.5, Ph.Bybl. 5, Porph.Chr.63; opp. οἱ σοφοί, Phld.Po.5.23, cf. Rh.2.157S., al.: Comp. οἱ χυδαιότεροι (misspelt χυδεώτεροι) Sch.E.Hipp.948.
2 metaph., common, vulgar, coarse, λαλιά Plb.14.7.8; χυδαῖα καὶ φαῦλα Phld.Mus.p.95K.
German (Pape)
[Seite 1384] ον, in Menge, Masse ausgegossen, ausgeschüttet, übertr., gemein, gering, schlecht; λαλιά Pol. 14, 7,8; στέφανοι Ath. XV, 686 a; – τὸ χυδαῖον τοῦ λόγου, = Folgdm, Phot. bibl. cod. 88.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
commun, ordinaire.
Étymologie: χύδην.
Russian (Dvoretsky)
χῠδαῖος:
1 простой, обыкновенный (λίθος Plut.);
2 всеобщий (χ. καὶ πάνδημος λαλιά Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
χῠδαῖος: -ον, (χέω) ὁ πεπληθυσμένος, πολυπληθής, πολυάριθμος, Ἑβδ. (Ἔξ. Α΄, 7), Ἀθήν. 686D. ΙΙ. ἀνάμικτος, κοινός, Διοσκ. 5.40, Πλούτ. 2. 85F. 2) μεταφ, κοινός, «πρόστυχος», χυδαῖος, λαλιὰ Πολύβ. 14. 7, 8. - Ἐπίρ. -ως, Ἐπιφάν. 1. 760Α, κλπ.
Greek Monolingual
-α, -ο / χυδαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.
γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)
2. (για λόγια και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, αναξιοπρεπής, πρόστυχος, απρεπής (α. «χυδαία έκφραση» β. «χυδαία συμπεριφορά» γ. «χυδαῖα καὶ φαῡλα», Φιλόδ.
δ. «τῆς χυδαίου καὶ πανδήμου λαλιᾱς», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «χυδαία γλώσσα»
(παλαιότερα) (κατά τους αρχαϊστές ή τους καθαρευουσιάνους) η δημοτική
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χυδαῖον
κοινοτοπία
αρχ.
1. πολυπληθής, πολυάριθμος («οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο», ΠΔ)
2. κατασκευασμένος από ανάμικτα υλικά, κοινός, ευτελής (α. «χυδαῖοι στέφανοι», Αθήν.
β. «ξύλον τὸ τυχὸν ἢ λίθον ἐπιβαλεῖν χυδαῖον», Πλούτ.
γ. «τὸν χυδαῖον οἶνον καρηβαρίτην ἔλεγον», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
χυδαίως ΝΜΑ, και χυδαία Ν
νεοελλ.
με χυδαιότητα, πρόστυχα, απρεπώς
μσν.-αρχ.
με τρόπο που προκαλεί ή που δείχνει σύγχυση («χυδαίως ὀνομασθὲν καὶ κακῶς νοηθέν», Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύδην + κατάλ. -αῖος].