προσνεύω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(35) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosneyo | |Transliteration C=prosneyo | ||
|Beta Code=prosneu/w | |Beta Code=prosneu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[incline]] or [[bend towards]], Plu.''Brut.''1.<br><span class="bld">2</span> [[have an inclination]] or [[tendency]], οὐ προσνεύσαντος οὐδὲ βουληθέντος Plot.5.1.6.<br><span class="bld">II</span> [[incline]], [[slope towards]], Apollod.''Poliorc.''154.5; [[lean towards]], in wrestling, etc., Gal.6.142 ([[varia lectio|v.l.]] for [[προνεύω]]), Antyll. ap. Orib.6.32.4; [[look towards]], Λιβύη π. ἐπὶ τὸν ἄρκτον Str.2.4.3, cf. 13.1.68; προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς A.D.''Synt.''243.8.<br><span class="bld">2</span> Astrol., [[approach]], of planets, Vett.Val.7.14,al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0773.png Seite 773]] sich wohin neigen, Plut. Brut. 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0773.png Seite 773]] sich wohin neigen, Plut. Brut. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> se pencher vers, s'incliner;<br /><b>2</b> [[donner son assentiment]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[νεύω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-νεύω naar iets toe neigen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσνεύω:''' [[кивать в знак согласия]], [[соглашаться]] Plut. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[νεύω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[συμφωνώ]] νεύοντας καταφατικά, [[συγκατανεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γέρνω]] το [[κεφάλι]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] [[κλίση]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]]<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] στην [[πάλη]]) [[πέφτω]] [[επάνω]]<br /><b>4.</b> (για γεωγραφικές θέσεις) [[βλέπω]] [[προς]] μια [[διεύθυνση]] («ἢ πολὺ τὴν Λιβύην κατὰ τοῦτο τὸ [[μέρος]] προσνεύειν ἐπὶ τὴν ἄρκτον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτη) [[προσεγγίζω]]<br /><b>6.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις ως όρους προτάσεων) [[μπορώ]] να συνταχθώ. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συγκατανεύω]], [[συναινώ]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσνεύω''': [[νεύω]] [[πρός]], [[συγκατανεύω]], [[κλίνω]] [[πρός]] τινα [[ὅπως]] ἀκούσω αὐτόν, προσνεύσαντα πατάξας ἀπέκτεινε Πλουτ. Βροῦτ. 1. καταχρηστικῶς, προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 241· [[κλίνω]] [[πρός]] τι, [[προσκλίνω]], ἑτέρου προσνεύσαντος Γαλην. τ. 6, σ. 85. | |lstext='''προσνεύω''': [[νεύω]] [[πρός]], [[συγκατανεύω]], [[κλίνω]] [[πρός]] τινα [[ὅπως]] ἀκούσω αὐτόν, προσνεύσαντα πατάξας ἀπέκτεινε Πλουτ. Βροῦτ. 1. καταχρηστικῶς, προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 241· [[κλίνω]] [[πρός]] τι, [[προσκλίνω]], ἑτέρου προσνεύσαντος Γαλην. τ. 6, σ. 85. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=fut. σω<br />to nod to, [[assent]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
A incline or bend towards, Plu.Brut.1.
2 have an inclination or tendency, οὐ προσνεύσαντος οὐδὲ βουληθέντος Plot.5.1.6.
II incline, slope towards, Apollod.Poliorc.154.5; lean towards, in wrestling, etc., Gal.6.142 (v.l. for προνεύω), Antyll. ap. Orib.6.32.4; look towards, Λιβύη π. ἐπὶ τὸν ἄρκτον Str.2.4.3, cf. 13.1.68; προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς A.D.Synt.243.8.
2 Astrol., approach, of planets, Vett.Val.7.14,al.
German (Pape)
[Seite 773] sich wohin neigen, Plut. Brut. 1.
French (Bailly abrégé)
1 se pencher vers, s'incliner;
2 donner son assentiment.
Étymologie: πρός, νεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-νεύω naar iets toe neigen.
Russian (Dvoretsky)
προσνεύω: кивать в знак согласия, соглашаться Plut.
Greek Monolingual
ΝΑ νεύω
(αμτβ.) συμφωνώ νεύοντας καταφατικά, συγκατανεύω
αρχ.
1. γέρνω το κεφάλι προς το μέρος κάποιου
2. παρουσιάζω κλίση προς μια κατεύθυνση
3. (ιδίως στην πάλη) πέφτω επάνω
4. (για γεωγραφικές θέσεις) βλέπω προς μια διεύθυνση («ἢ πολὺ τὴν Λιβύην κατὰ τοῦτο τὸ μέρος προσνεύειν ἐπὶ τὴν ἄρκτον», Στράβ.)
5. αστρολ. (για πλανήτη) προσεγγίζω
6. γραμμ. (για λέξεις ως όρους προτάσεων) μπορώ να συνταχθώ.
Greek Monotonic
προσνεύω: μέλ. -σω, συγκατανεύω, συναινώ, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσνεύω: νεύω πρός, συγκατανεύω, κλίνω πρός τινα ὅπως ἀκούσω αὐτόν, προσνεύσαντα πατάξας ἀπέκτεινε Πλουτ. Βροῦτ. 1. καταχρηστικῶς, προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 241· κλίνω πρός τι, προσκλίνω, ἑτέρου προσνεύσαντος Γαλην. τ. 6, σ. 85.
Middle Liddell
fut. σω
to nod to, assent, Plut.