κολακεύω: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(1ba) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kolakeyo | |Transliteration C=kolakeyo | ||
|Beta Code=kolakeu/w | |Beta Code=kolakeu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> to [[be a flatterer]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''48, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 538b, ''Grg.''521b, Antiph.144.2, Diod.Com.2.34, Phld.''Ir.''p.66 W.<br><span class="bld">2</span> c. acc., [[flatter]], And.4.16, X.''HG''5.1.17, Isoc.4.155, Ephipp.6, etc.; τὴν πόλιν Pl.''Alc.''1.120b: metaph., <b class="b3">τὴν κατάποσιν κ.</b> Muson.''Fr.''18Ap.97 H.:—Pass., to [[be flattered]], [[be open to flattery]], Democr.115, D.8.34, etc.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[soften]], [[render mild]], Alex. Trall.1.11, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] [[schmeicheln]]; absolut, Plat. Rep. VII, 538 h u. A.; – c. accus.; Ar. frg. 360; τὴν πόλιν Plat. Alc. I, 120 b; Xen. Hell. 5, 1, 17 u. sonst; auch = durch Schmeichelei einnehmen, verführen, Isocr. 4, 155; – auch pass., ἔχαιρε κολακευόμενος Aesch. 3, 234; Folgde. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=flatter, aduler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]]. | |btext=flatter, aduler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κολακεύω [κόλαξ] vleien; abs. een vleier zijn. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κολᾰκεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[льстить]], [[быть льстецом]] Plat., Arph.;<br /><b class="num">2</b> [[льстить]], [[заискивать]], [[окружать лестью]] (τινά Xen.; πόλιν Plat.): κολακευόμενος Aeschin. окруженный лестью или чувствительный к лести. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[κολακεύω]]) [[κόλαξ]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον με υπερβολική [[φιλοφροσύνη]] για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, [[περιποιούμαι]] ή [[επαινώ]] υπερβολικά κάποιον, [[καλοπιάνω]] (α. «κολακεύει τον [[θείο]] του για να πάρει την [[περιουσία]] του» β. | |mltxt=(AM [[κολακεύω]]) [[κόλαξ]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον με υπερβολική [[φιλοφροσύνη]] για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, [[περιποιούμαι]] ή [[επαινώ]] υπερβολικά κάποιον, [[καλοπιάνω]] (α. «κολακεύει τον [[θείο]] του για να πάρει την [[περιουσία]] του» β. «τιμᾶν ἂν τὸν [[πατέρα]] καὶ τὴν [[μητέρα]] καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους... ἢ τοὺς κολακεύοντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κολακεύομαι</i><br />[[δέχομαι]] ευχαρίστως τις κολακείες, ευχαριστούμαι όταν μού κάνουν κολακείες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να υπερηφανεύεται, [[προξενώ]] [[τιμή]] ή [[ικανοποίηση]] σε κάποιον («η [[φιλία]] σας μέ κολακεύει»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανεβάζω]] κάποιον [[πάνω]] από την πραγματική του [[αξία]], [[κάνω]] κάποιον καλύτερο («τήν κολακεύει πολύ αυτό το [[φόρεμα]]»<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> ικανοποιούμαι, ευχαριστούμαι, μού αρέσει («κολακεύομαι να [[πιστεύω]] ότι θα δεχθείτε την πρότασή μου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ήπιο, μαλακό, καταπραΰνω, [[μαλακώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ευχάριστο. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κολᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κόλαξ]]), [[κολακεύω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., κολακεύομαι, είμαι [[επιρρεπής]] στην [[κολακεία]], σε Δημ. | |lsmtext='''κολᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κόλαξ]]), [[κολακεύω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., κολακεύομαι, είμαι [[επιρρεπής]] στην [[κολακεία]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κολᾰκεύω''': εἶμαι [[κόλαξ]], ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 48, Πλάτ. Πολ. 538Β, κἑξ., Γοργ. 521Β. 2) μετ’ αἰτ., εἴ τίς σε κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κροκύδας ἀφαιρῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Ἀνδοκ. 31. 14, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, κτλ.· μεταφ., τὴν κατάποσιν κ. Μουσών. παρὰ Στοβ. 160. 43. ― Παθ., κολακεύομαι, [[δέχομαι]] κολακείας, Δημ. 98. 14, κτκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κόλαξ]]<br />to [[flatter]], Ar., Xen., etc.:— Pass. to be flattered, be [[open]] to [[flattery]], Dem. | |mdlsjtxt=[[κόλαξ]]<br />to [[flatter]], Ar., Xen., etc.:— Pass. to be flattered, be [[open]] to [[flattery]], Dem. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
A to be a flatterer, Ar.Eq.48, Pl.R. 538b, Grg.521b, Antiph.144.2, Diod.Com.2.34, Phld.Ir.p.66 W.
2 c. acc., flatter, And.4.16, X.HG5.1.17, Isoc.4.155, Ephipp.6, etc.; τὴν πόλιν Pl.Alc.1.120b: metaph., τὴν κατάποσιν κ. Muson.Fr.18Ap.97 H.:—Pass., to be flattered, be open to flattery, Democr.115, D.8.34, etc.
3 metaph., soften, render mild, Alex. Trall.1.11, al.
German (Pape)
[Seite 1472] schmeicheln; absolut, Plat. Rep. VII, 538 h u. A.; – c. accus.; Ar. frg. 360; τὴν πόλιν Plat. Alc. I, 120 b; Xen. Hell. 5, 1, 17 u. sonst; auch = durch Schmeichelei einnehmen, verführen, Isocr. 4, 155; – auch pass., ἔχαιρε κολακευόμενος Aesch. 3, 234; Folgde.
French (Bailly abrégé)
flatter, aduler, acc..
Étymologie: κόλαξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολακεύω [κόλαξ] vleien; abs. een vleier zijn.
Russian (Dvoretsky)
κολᾰκεύω:
1 льстить, быть льстецом Plat., Arph.;
2 льстить, заискивать, окружать лестью (τινά Xen.; πόλιν Plat.): κολακευόμενος Aeschin. окруженный лестью или чувствительный к лести.
Greek Monolingual
(AM κολακεύω) κόλαξ
1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β. «τιμᾶν ἂν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους... ἢ τοὺς κολακεύοντας», Πλάτ.)
2. παθ. κολακεύομαι
δέχομαι ευχαρίστως τις κολακείες, ευχαριστούμαι όταν μού κάνουν κολακείες
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται, προξενώ τιμή ή ικανοποίηση σε κάποιον («η φιλία σας μέ κολακεύει»)
2. μτφ. ανεβάζω κάποιον πάνω από την πραγματική του αξία, κάνω κάποιον καλύτερο («τήν κολακεύει πολύ αυτό το φόρεμα»
3. μέσ. ικανοποιούμαι, ευχαριστούμαι, μού αρέσει («κολακεύομαι να πιστεύω ότι θα δεχθείτε την πρότασή μου»)
μσν.-αρχ.
1. κάνω κάτι ήπιο, μαλακό, καταπραΰνω, μαλακώνω
2. μτφ. κάνω κάτι ευχάριστο.
Greek Monotonic
κολᾰκεύω: μέλ. -σω (κόλαξ), κολακεύω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., κολακεύομαι, είμαι επιρρεπής στην κολακεία, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
κολᾰκεύω: εἶμαι κόλαξ, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 48, Πλάτ. Πολ. 538Β, κἑξ., Γοργ. 521Β. 2) μετ’ αἰτ., εἴ τίς σε κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κροκύδας ἀφαιρῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Ἀνδοκ. 31. 14, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, κτλ.· μεταφ., τὴν κατάποσιν κ. Μουσών. παρὰ Στοβ. 160. 43. ― Παθ., κολακεύομαι, δέχομαι κολακείας, Δημ. 98. 14, κτκ.
Middle Liddell
κόλαξ
to flatter, Ar., Xen., etc.:— Pass. to be flattered, be open to flattery, Dem.