σπερχνός: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sperchnos | |Transliteration C=sperchnos | ||
|Beta Code=sperxno/s | |Beta Code=sperxno/s | ||
|Definition= | |Definition=σπερχνή, σπερχνόν, ([[σπέρχω]])<br><span class="bld">A</span> [[hasty]], [[hurried]], ἄγγελοι A.''Th.''286; of diseases and pains, [[violent]]. Hp.''Morb.''2.64, ''Nat.Mul.''35, al.: neut. as adverb, σπερχνὸν κοτέων Hes.''Sc.''454, al.<br><span class="bld">II</span> Act., [[hastening]], [[pressing]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (glossed by σπερχνοποιός).<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">εἶδος ἱέρακος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (cf. [[περκνός]] ''ΙΙ''). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] [[schnell]], [[eilig]], hastig; [[βέλος]], Hes. Scut. 454; [[ἄγγελος]], Aesch. Spt. 267; – heftig, [[ὀδύνη]] ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, [[πυρετός]]. – Bei Hesych. auch durch [[σπερχνοποιός]] erkl., beschleunigend, antreibend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] [[schnell]], [[eilig]], hastig; [[βέλος]], Hes. Scut. 454; [[ἄγγελος]], Aesch. Spt. 267; – heftig, [[ὀδύνη]] ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, [[πυρετός]]. – Bei Hesych. auch durch [[σπερχνοποιός]] erkl., beschleunigend, antreibend. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />[[rapide]], [[impétueux]].<br />'''Étymologie:''' [[σπέρχω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σπερχνός -ή -όν [σπέρχω] [[haastig]], [[gejaagd]]:. λόγοι berichten Aeschl. Sept. 286. hevig. Hp. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''σπερχνός:''' [[стремительный]], [[быстрый]] ([[βέλος]] Hes.; [[ἄγγελος]] Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ορμητικός]] («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόσο) βαρειάς μορφής<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σπερχνόν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εἶδος]] ἱέρακος»<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>σπερχνόν</i><br />ορμητικά, βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σπέρχομαι</i> «κινούμαι [[γρήγορα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σεμ</i>-<i>νός</i>, [[τερπνός]]). Για την [[εναλλαγή]] [[ανάμεσα]] στο θ. με -<i>σ</i>-, το οποίο απαντά στο αμάρτυρο σιγμόληκτο <i>σπέρχος</i> ( | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ορμητικός]] («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόσο) βαρειάς μορφής<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σπερχνόν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εἶδος]] ἱέρακος»<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>σπερχνόν</i><br />ορμητικά, βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σπέρχομαι</i> «κινούμαι [[γρήγορα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σεμ</i>-<i>νός</i>, [[τερπνός]]). Για την [[εναλλαγή]] [[ανάμεσα]] στο θ. με -<i>σ</i>-, το οποίο απαντά στο αμάρτυρο σιγμόληκτο <i>σπέρχος</i> ([[πρβλ]]. [[ασπερχές]]) και στο θ. με έρρινο -<i>ν</i>- του [[σπερχνός]], <b>πρβλ.</b> <i>ἔρεβος</i>: [[ἐρεμνός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπερχνός:''' -ή, -όν, [[ταχύς]], [[ορμητικός]], [[σφοδρός]], [[βίαιος]], εσπευσμένος, σε Ησίοδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''σπερχνός:''' -ή, -όν, [[ταχύς]], [[ορμητικός]], [[σφοδρός]], [[βίαιος]], εσπευσμένος, σε Ησίοδ., Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σπερχνός''': -ή, -όν, ([[σπέρχω]]) σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], [[βέλος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· [[καθόλου]], ὁ σπεύδων, «[[βιαστικός]]», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· [[οὕτως]] ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, [[ὁρμητικός]], [[δεινός]], [[ὀξύς]], Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «[[ταχύς]], [[σπουδαῖος]]. [[ἄγαν]] ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· [[εἶδος]] ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-[[ποιός]], όν, ὁ αὐτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
σπερχνή, σπερχνόν, (σπέρχω)
A hasty, hurried, ἄγγελοι A.Th.286; of diseases and pains, violent. Hp.Morb.2.64, Nat.Mul.35, al.: neut. as adverb, σπερχνὸν κοτέων Hes.Sc.454, al.
II Act., hastening, pressing, Hsch. (glossed by σπερχνοποιός).
III εἶδος ἱέρακος, Hsch. (cf. περκνός ΙΙ).
German (Pape)
[Seite 920] schnell, eilig, hastig; βέλος, Hes. Scut. 454; ἄγγελος, Aesch. Spt. 267; – heftig, ὀδύνη ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, πυρετός. – Bei Hesych. auch durch σπερχνοποιός erkl., beschleunigend, antreibend.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
rapide, impétueux.
Étymologie: σπέρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπερχνός -ή -όν [σπέρχω] haastig, gejaagd:. λόγοι berichten Aeschl. Sept. 286. hevig. Hp.
Russian (Dvoretsky)
σπερχνός: стремительный, быстрый (βέλος Hes.; ἄγγελος Aesch.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. γρήγορος, ορμητικός («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.)
2. (για νόσο) βαρειάς μορφής
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπερχνόν
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἱέρακος»
4. (το ουδ. ως επίρρ.) σπερχνόν
ορμητικά, βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρχομαι «κινούμαι γρήγορα» + κατάλ. -νος (πρβλ. σεμ-νός, τερπνός). Για την εναλλαγή ανάμεσα στο θ. με -σ-, το οποίο απαντά στο αμάρτυρο σιγμόληκτο σπέρχος (πρβλ. ασπερχές) και στο θ. με έρρινο -ν- του σπερχνός, πρβλ. ἔρεβος: ἐρεμνός.
Greek Monotonic
σπερχνός: -ή, -όν, ταχύς, ορμητικός, σφοδρός, βίαιος, εσπευσμένος, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
σπερχνός: -ή, -όν, (σπέρχω) σπεύδων, ὁρμητικός, ταχύς, βέλος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· καθόλου, ὁ σπεύδων, «βιαστικός», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· οὕτως ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, ὁρμητικός, δεινός, ὀξύς, Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «ταχύς, σπουδαῖος. ἄγαν ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· εἶδος ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-ποιός, όν, ὁ αὐτ.
Middle Liddell
σπερχνός, ή, όν
hasty, rapid, hurried, Hes., Aesch.