Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηλόβοτος: Difference between revisions

From LSJ
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=milovotos
|Transliteration C=milovotos
|Beta Code=mhlo/botos
|Beta Code=mhlo/botos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">grazed by sheep</b>, epith. of pastoral districts, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>12.2</span>, <span class="bibl">B.5.66</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span> 548</span> (lyr.); <b class="b3">χώραν μ. ἀνιέναι</b> turn a district <b class="b2">into a sheep-walk</b>, i.e. lay it waste, <span class="bibl">Isoc.14.31</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.473</span>, <span class="bibl">D.L.6.87</span>; <b class="b3">ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι</b> (sc. <b class="b3">τὴν Καρχηδόνα</b>) <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>1.24</span>, cf.<span class="title">AP</span>9.103 (Mund.): metaph., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀνῆκεν <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>5.27</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">VS</span>1.21.4</span>.</span>
|Definition=μηλόβοτον, [[grazed by sheep]], [[epithet]] of pastoral districts, Pi.''P.''12.2, B.5.66, A.''Supp.'' 548 (lyr.); <b class="b3">χώραν μ. ἀνιέναι</b> turn a district [[into a sheep-walk]], i.e. lay it waste, Isoc.14.31, cf. Ph.2.473, D.L.6.87; <b class="b3">ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὴν Καρχηδόνα</b>) App.''BC''1.24, cf.''AP''9.103 (Mund.): metaph., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀνῆκεν Philostr.''VA''5.27, cf.''VS''1.21.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0172.png Seite 172]] von Schaafheerden, von kleinem Vieh beweidet; die Viehzucht treibend; Ἀκράγας, Pind. P. 12, 2; Φρυγία, Aesch. Suppl. 543; sp. D., [[μηλόβοτος]] [[κεῖμαι]] καὶ [[βούνομος]] [[ἔνθα]] [[Μυκήνη]], Mund. ep. (IX, 103). Auch in Prosa, Isocr. 14, 31, ὡς χρὴ τήν τε πόλιν ἐξανδραποδίσασθαι καὶ τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, daß das Land nie wieder bebau't werden, sondern zur Schaafweide dienen solle; vgl. Hdu. 8, 4, 23; übertr., Philostr. v. Ap. 5, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0172.png Seite 172]] von Schaafheerden, von kleinem Vieh beweidet; die Viehzucht treibend; Ἀκράγας, Pind. P. 12, 2; Φρυγία, Aesch. Suppl. 543; sp. D., [[μηλόβοτος]] [[κεῖμαι]] καὶ [[βούνομος]] [[ἔνθα]] [[Μυκήνη]], Mund. ep. (IX, 103). Auch in Prosa, Isocr. 14, 31, ὡς χρὴ τήν τε πόλιν ἐξανδραποδίσασθαι καὶ τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, daß das Land nie wieder bebau't werden, sondern zur Schaafweide dienen solle; vgl. Hdu. 8, 4, 23; übertr., Philostr. v. Ap. 5, 27.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />brouté par les brebis, abandonné en pâturage aux brebis ; désert.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[βόσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μηλόβοτος:''' [[служащий выгоном для мелкого скота]], [[покрытый пастбищами]] ([[Ἀκράγας]] Pind.; [[Φρυγία]] Aesch.; [[χώρα]] Plut.): τὴν χώραν [[ἀνεῖναι]] μηλόβοτον Isocr. превратить страну в пастбище, т. е. опустошить ее.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλόβοτος''': -ον, ὑπὸ προβάτων νεμόμενος, ἐπίθ. βοσκησίμων χωρῶν, Πινδ. Π. 12. 4, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· Ἴδας ἀνὰ μηλοβότους πρῶνας Βακχυλ. V. 66· τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, νὰ ἀφήσωσι, τὴν χώραν ἔρημον [[ὥστε]] νὰ βόσκωνται πρόβατα ἐν αὐτῇ, Ἰσοκρ. 302C, πρβλ. Διογ. Λ. 6. 87· ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον [[εἶναι]] (δηλ. τὴν Καρχηδόνα) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 24, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 103· - μεταφορ., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀφῆκεν Φιλόστρ. 210, πρβλ. 517.
|lstext='''μηλόβοτος''': -ον, ὑπὸ προβάτων νεμόμενος, ἐπίθ. βοσκησίμων χωρῶν, Πινδ. Π. 12. 4, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· Ἴδας ἀνὰ μηλοβότους πρῶνας Βακχυλ. V. 66· τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, νὰ ἀφήσωσι, τὴν χώραν ἔρημον [[ὥστε]] νὰ βόσκωνται πρόβατα ἐν αὐτῇ, Ἰσοκρ. 302C, πρβλ. Διογ. Λ. 6. 87· ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον [[εἶναι]] (δηλ. τὴν Καρχηδόνα) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 24, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 103· - μεταφορ., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀφῆκεν Φιλόστρ. 210, πρβλ. 517.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />brouté par les brebis, abandonné en pâturage aux brebis ; désert.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[βόσκω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μηλόβοτος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> grazed by [[sheep]] ὄχθαις [[ἔπι]] μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν (P. 12.2)
|sltr=[[μηλόβοτος]], -ον</b> grazed by [[sheep]] ὄχθαις [[ἔπι]] μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν (P. 12.2)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλόβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που τίθεται στη [[διάθεση]] ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιγί</i>-<i>βοτος</i>, <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>].
|mltxt=[[μηλόβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που τίθεται στη [[διάθεση]] ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. [[αιγίβοτος]], [[ιππόβοτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηλόβοτος:''' -ον, αυτός που τον βόσκουν τα πρόβατα, επίθ. για κτηνοτροφικές περιοχές, σε Πίνδ.
|lsmtext='''μηλόβοτος:''' -ον, αυτός που τον βόσκουν τα πρόβατα, επίθ. για κτηνοτροφικές περιοχές, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μηλό-βοτος, ον<br />grazed by [[sheep]], [[epithet]] of [[pastoral]] districts, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλόβοτος Medium diacritics: μηλόβοτος Low diacritics: μηλόβοτος Capitals: ΜΗΛΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: mēlóbotos Transliteration B: mēlobotos Transliteration C: milovotos Beta Code: mhlo/botos

English (LSJ)

μηλόβοτον, grazed by sheep, epithet of pastoral districts, Pi.P.12.2, B.5.66, A.Supp. 548 (lyr.); χώραν μ. ἀνιέναι turn a district into a sheep-walk, i.e. lay it waste, Isoc.14.31, cf. Ph.2.473, D.L.6.87; ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (sc. τὴν Καρχηδόνα) App.BC1.24, cf.AP9.103 (Mund.): metaph., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀνῆκεν Philostr.VA5.27, cf.VS1.21.4.

German (Pape)

[Seite 172] von Schaafheerden, von kleinem Vieh beweidet; die Viehzucht treibend; Ἀκράγας, Pind. P. 12, 2; Φρυγία, Aesch. Suppl. 543; sp. D., μηλόβοτος κεῖμαι καὶ βούνομος ἔνθα Μυκήνη, Mund. ep. (IX, 103). Auch in Prosa, Isocr. 14, 31, ὡς χρὴ τήν τε πόλιν ἐξανδραποδίσασθαι καὶ τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, daß das Land nie wieder bebau't werden, sondern zur Schaafweide dienen solle; vgl. Hdu. 8, 4, 23; übertr., Philostr. v. Ap. 5, 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brouté par les brebis, abandonné en pâturage aux brebis ; désert.
Étymologie: μῆλον¹, βόσκω.

Russian (Dvoretsky)

μηλόβοτος: служащий выгоном для мелкого скота, покрытый пастбищами (Ἀκράγας Pind.; Φρυγία Aesch.; χώρα Plut.): τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον Isocr. превратить страну в пастбище, т. е. опустошить ее.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόβοτος: -ον, ὑπὸ προβάτων νεμόμενος, ἐπίθ. βοσκησίμων χωρῶν, Πινδ. Π. 12. 4, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· Ἴδας ἀνὰ μηλοβότους πρῶνας Βακχυλ. V. 66· τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, νὰ ἀφήσωσι, τὴν χώραν ἔρημον ὥστε νὰ βόσκωνται πρόβατα ἐν αὐτῇ, Ἰσοκρ. 302C, πρβλ. Διογ. Λ. 6. 87· ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (δηλ. τὴν Καρχηδόνα) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 24, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 103· - μεταφορ., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀφῆκεν Φιλόστρ. 210, πρβλ. 517.

English (Slater)

μηλόβοτος, -ον grazed by sheep ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν (P. 12.2)

Greek Monolingual

μηλόβοτος, -ον (Α)
1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.)
2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγίβοτος, ιππόβοτος].

Greek Monotonic

μηλόβοτος: -ον, αυτός που τον βόσκουν τα πρόβατα, επίθ. για κτηνοτροφικές περιοχές, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μηλό-βοτος, ον
grazed by sheep, epithet of pastoral districts, Pind.