ἡμερεύω: Difference between revisions

From LSJ

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imereyo
|Transliteration C=imereyo
|Beta Code=h(mereu/w
|Beta Code=h(mereu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spend the day</b>, ἐν τόπῳ ἐρήμῳ <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.4.3</span>; ἐν τῇ ἀγορᾷ <span class="bibl">D.44.4</span>; πρὸς πῦρ <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>4.2</span>; ἐν πόνοισιν <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>525</span> codd.: abs., <b class="b2">to travel the whole day</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>710</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">pass one's days</b>, <b class="b3">ἕκηλα ἡ</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>787</span>:—Med., <b class="b3">δίαιταν ἥντιν' ἡμερεύεται</b> dub. l. in <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>812.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">work by day</b>, PLond.3.1177.78 (ii A.D.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[spend the day]], ἐν τόπῳ ἐρήμῳ X.''HG''5.4.3; ἐν τῇ ἀγορᾷ D.44.4; πρὸς πῦρ X.''Oec.''4.2; ἐν πόνοισιν E.''Fr.''525 codd.: abs., to [[travel the whole day]], A.''Ch.''710.<br><span class="bld">2</span> [[pass one's days]], <b class="b3">ἕκηλα ἡ.</b> S.''El.''787:—Med., <b class="b3">δίαιταν ἥντιν' ἡμερεύεται</b> dub. l. in E.''Fr.''812.6.<br><span class="bld">3</span> [[work by day]], PLond.3.1177.78 (ii A.D.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1165.png Seite 1165]] den Tag zubringen; ἡμερεύοντες ξένοι μακρᾶς κελεύθου, die den Tag hindurch den langen Weg.gewandert sind, Aesch. Ch. 699; ἕκηλα ἡμερεύσομεν, ruhig werden wir den Tag hinbringen, Schol. βιώσομεν, Soph. El. 777; ἡμερεύσαντες ἐν τόπῳ Xen. Hell. 5, 4, 3; ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem. 44, 4.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[passer la journée]] : μακρᾶς κελεύθου ESCHL passer la journée à faire une marche;<br /><b>2</b> [[passer ses jours]], [[vivre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμερεύω:''' [[проводить день]] (ἐν πόνοις Eur.; ἐν τόπῳ ἐρήμῳ, πρὸς [[πῦρ]] Xen.; ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.): [[νῦν]] [[ἕκηλα]] ἡμερεύσομεν Soph. нынешний день мы проведем спокойно; ἡ. μακρᾶς κελεύθου Aesch. провести день в долгом путешествии.
}}
{{ls
|lstext='''ἡμερεύω''': [[διέρχομαι]] τὴν ἡμέραν, [[διημερεύω]], ἐν τόπῳ ἐρήμῳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3· ἐν ἀγορᾷ Δημ. 1081. 26· [[πρός]] πῦρ Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐν πόνοις Εὐρ. Ἀποσπ. 529· - ἀπολ., ὁδοιπορῶ ὅλην τὴν ἡμέραν, Αἰσχύλ. Χο. 710 ([[ἔνθα]] τὸ μακρᾶς κελεύθου ἀνήκει εἰς τὸ τὰ πρόσφορα, ὡς ἐν Εὐρ. Ἑλ. 515). 2) [[διέρχομαι]] τὰς ἡμέρας μου, ζῶ, Σοφ. Ἠλ. 787, - Μέσ., δίαιταν ἥνπερ ἡμερεύεται Εὐρ. Ἀποσπ. 812. 6· - [[οὕτως]] ὁ Gaisf. ἀντὶ ἱμερεύεται (ὡς παρὰ τῷ Ἰω. Δαμασκ.), ὁ Αἰσχίν. τὸ ἀναφέρει ὡς ἐμπορεύεται.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἡμερεύω]] (Α) [[ημέρα]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] την [[ημέρα]] μου, [[διημερεύω]] [[κάπου]] («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]] όλη την [[ημέρα]], [[οδοιπορώ]] όλη την [[ημέρα]]<br /><b>3.</b> [[εργάζομαι]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἡμερεύω]] ἐν πόνοισιν» — [[περνώ]] τις ημέρες μου με κόπους (<b>Ευρ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />και [[μερεύω]] [[ήμερος]]<br /><b>1.</b> [[τιθασεύω]], [[δαμάζω]], [[εξημερώνω]] («οι θηριοδαμαστές ημερεύουν τα θηρία»)<br /><b>2.</b> [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]] («είδα και έπαθα να τον ημερέψω»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[ήμερος]], δαμάζομαι, εξημερώνομαι<br /><b>4.</b> καταπραΰνομαι, [[καθησυχάζω]]<br /><b>5.</b> εκπολιτίζομαι, εξανθρωπίζομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμερεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἡμέρα]]),<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]] την [[ημέρα]], περνώ την [[ημέρα]], σε Ξεν. κ.λπ.· απόλ., [[οδοιπορώ]] καθόλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[διέρχομαι]] τις ημέρες μου, ζω, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμερεύω]], fut. -σω [[ἡμέρα]]<br /><b class="num">1.</b> to [[spend]] the day, Xen., etc.: —absol. to [[travel]] the [[whole]] day, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> to [[pass]] one's days, [[live]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερεύω Medium diacritics: ἡμερεύω Low diacritics: ημερεύω Capitals: ΗΜΕΡΕΥΩ
Transliteration A: hēmereúō Transliteration B: hēmereuō Transliteration C: imereyo Beta Code: h(mereu/w

English (LSJ)

A spend the day, ἐν τόπῳ ἐρήμῳ X.HG5.4.3; ἐν τῇ ἀγορᾷ D.44.4; πρὸς πῦρ X.Oec.4.2; ἐν πόνοισιν E.Fr.525 codd.: abs., to travel the whole day, A.Ch.710.
2 pass one's days, ἕκηλα ἡ. S.El.787:—Med., δίαιταν ἥντιν' ἡμερεύεται dub. l. in E.Fr.812.6.
3 work by day, PLond.3.1177.78 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1165] den Tag zubringen; ἡμερεύοντες ξένοι μακρᾶς κελεύθου, die den Tag hindurch den langen Weg.gewandert sind, Aesch. Ch. 699; ἕκηλα ἡμερεύσομεν, ruhig werden wir den Tag hinbringen, Schol. βιώσομεν, Soph. El. 777; ἡμερεύσαντες ἐν τόπῳ Xen. Hell. 5, 4, 3; ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem. 44, 4.

French (Bailly abrégé)

1 passer la journée : μακρᾶς κελεύθου ESCHL passer la journée à faire une marche;
2 passer ses jours, vivre.
Étymologie: ἡμέρα.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερεύω: проводить день (ἐν πόνοις Eur.; ἐν τόπῳ ἐρήμῳ, πρὸς πῦρ Xen.; ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.): νῦν ἕκηλα ἡμερεύσομεν Soph. нынешний день мы проведем спокойно; ἡ. μακρᾶς κελεύθου Aesch. провести день в долгом путешествии.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν, διημερεύω, ἐν τόπῳ ἐρήμῳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3· ἐν ἀγορᾷ Δημ. 1081. 26· πρός πῦρ Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐν πόνοις Εὐρ. Ἀποσπ. 529· - ἀπολ., ὁδοιπορῶ ὅλην τὴν ἡμέραν, Αἰσχύλ. Χο. 710 (ἔνθα τὸ μακρᾶς κελεύθου ἀνήκει εἰς τὸ τὰ πρόσφορα, ὡς ἐν Εὐρ. Ἑλ. 515). 2) διέρχομαι τὰς ἡμέρας μου, ζῶ, Σοφ. Ἠλ. 787, - Μέσ., δίαιταν ἥνπερ ἡμερεύεται Εὐρ. Ἀποσπ. 812. 6· - οὕτως ὁ Gaisf. ἀντὶ ἱμερεύεται (ὡς παρὰ τῷ Ἰω. Δαμασκ.), ὁ Αἰσχίν. τὸ ἀναφέρει ὡς ἐμπορεύεται.

Greek Monolingual

(I)
ἡμερεύω (Α) ημέρα
1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.)
2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα
3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια της ημέρας
4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» — περνώ τις ημέρες μου με κόπους (Ευρ.).
(II)
και μερεύω ήμερος
1. τιθασεύω, δαμάζω, εξημερώνω («οι θηριοδαμαστές ημερεύουν τα θηρία»)
2. καταπραΰνω, κατευνάζω («είδα και έπαθα να τον ημερέψω»)
3. γίνομαι ήμερος, δαμάζομαι, εξημερώνομαι
4. καταπραΰνομαι, καθησυχάζω
5. εκπολιτίζομαι, εξανθρωπίζομαι.

Greek Monotonic

ἡμερεύω: μέλ. -σω (ἡμέρα),
1. διέρχομαι την ημέρα, περνώ την ημέρα, σε Ξεν. κ.λπ.· απόλ., οδοιπορώ καθόλη τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ.
2. διέρχομαι τις ημέρες μου, ζω, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἡμερεύω, fut. -σω ἡμέρα
1. to spend the day, Xen., etc.: —absol. to travel the whole day, Aesch.
2. to pass one's days, live, Soph.