καταβάπτω: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katavapto | |Transliteration C=katavapto | ||
|Beta Code=kataba/ptw | |Beta Code=kataba/ptw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[dip]], εἰς ζεστὸν ὕδωρ Sor.1.50; εἰς γλεῦκος ''Gp.''8.23.1; [[soak]], ὄξει βαφικῷ ''PHolm.''1.3.<br><span class="bld">II</span> [[dye]], [[colour]], πρόσωπον ἐρυθήματι Eun.''Hist.''p.267 D.; [[Χρυσόν]] [[produce]] it [[by dyeing]], Ps.Democr Alch.p.45 B.:—in Pass., Luc.''Im.''16: Medic., <b class="b3">οὖρον καταβεβαμμένον</b> [[deep-coloured]], Pall.''Febr.''15; ἀπὸ αἵματος -ομένου τοῦ οὔρου Gal.19.604. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα- | |elnltext=κατα-βάπτω onderdompelen. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
A dip, εἰς ζεστὸν ὕδωρ Sor.1.50; εἰς γλεῦκος Gp.8.23.1; soak, ὄξει βαφικῷ PHolm.1.3.
II dye, colour, πρόσωπον ἐρυθήματι Eun.Hist.p.267 D.; Χρυσόν produce it by dyeing, Ps.Democr Alch.p.45 B.:—in Pass., Luc.Im.16: Medic., οὖρον καταβεβαμμένον deep-coloured, Pall.Febr.15; ἀπὸ αἵματος -ομένου τοῦ οὔρου Gal.19.604.
German (Pape)
[Seite 1339] untertauchen, eintauchen, Sp., auch = färben, δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα Luc. Imagg. 16.
French (Bailly abrégé)
plonger, tremper.
Étymologie: κατά, βάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βάπτω onderdompelen.
Russian (Dvoretsky)
καταβάπτω: погружать, окунать (τι δευσοποιοῖς φαρμάκοις Luc.; ἄρτον εἰς μέλι Plut.).
Greek Monolingual
καταβάπτω (AM)
1. καταβυθίζω, εμβαπτίζω, μουσκεύω
2. διαποτίζω κάτι με βαφή, βάφω, χρωματίζω
3. βάφω με κόκκινο χρώμα, κοκκινίζω
4. παράγω κάτι με βαφή («καταβάπτειν χρυσόν», Δημοκρ.).
Greek Monotonic
καταβάπτω: μέλ. —ψω, καταβυθίζω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καταβάπτω: καταβυθίζω, τὸν δάκτυλον καταβάπτειν εἰς πίσσαν ὑγρὰν Διοσκ. π. Ἰοβολ. 27 ἐν τέλει· τὰς σταφυλὰς… καταβάπτομεν εἰς γλεῦκος καὶ θάλασσαν Γεωπ. 8. 23· ποτίζω τι διὰ βαφῆς, χρωματίζω καλῶς, ἐς κόρον καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκόν. 16. 1. ΙΙ. βάπτω ἐρυθρόν, «καταβάπτει· κατερυθραίνει ἐρυθρῷ βάμματι» Ἡσύχ.· οὖρον καταβεβαμμένον, βαθὺ ἔχον χρῶμα, Παλλάδ. περὶ Πυρετῶν σ. 52.