καταβάπτω: Difference between revisions

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katavapto
|Transliteration C=katavapto
|Beta Code=kataba/ptw
|Beta Code=kataba/ptw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dip]], εἰς ζεστὸν ὕδωρ <span class="bibl">Sor.1.50</span>; εἰς γλεῦκος <span class="title">Gp.</span>8.23.1; [[soak]], ὄξει βαφικῷ <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>1.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[dye]], [[colour]], πρόσωπον ἐρυθήματι <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.267</span> D.; [[Χρυσόν]] [[produce]] it [[by dyeing]], Ps.Democr Alch.p.45 B.:—in Pass., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Im.</span>16</span>: Medic., <b class="b3">οὖρον καταβεβαμμένον</b> [[deep-coloured]], Pall.<span class="title">Febr.</span>15; ἀπὸ αἵματος -ομένου τοῦ οὔρου Gal.19.604.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[dip]], εἰς ζεστὸν ὕδωρ Sor.1.50; εἰς γλεῦκος ''Gp.''8.23.1; [[soak]], ὄξει βαφικῷ ''PHolm.''1.3.<br><span class="bld">II</span> [[dye]], [[colour]], πρόσωπον ἐρυθήματι Eun.''Hist.''p.267 D.; [[Χρυσόν]] [[produce]] it [[by dyeing]], Ps.Democr Alch.p.45 B.:—in Pass., Luc.''Im.''16: Medic., <b class="b3">οὖρον καταβεβαμμένον</b> [[deep-coloured]], Pall.''Febr.''15; ἀπὸ αἵματος -ομένου τοῦ οὔρου Gal.19.604.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1339.png Seite 1339]] untertauchen, eintauchen, Sp., auch = färben, δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα Luc. Imagg. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1339.png Seite 1339]] untertauchen, eintauchen, Sp., auch = färben, δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα Luc. Imagg. 16.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταβάπτω''': [[καταβυθίζω]], τὸν δάκτυλον καταβάπτειν εἰς πίσσαν ὑγρὰν Διοσκ. π. Ἰοβολ. 27 ἐν τέλει· τὰς σταφυλὰς… καταβάπτομεν εἰς [[γλεῦκος]] καὶ θάλασσαν Γεωπ. 8. 23· [[ποτίζω]] τι διὰ βαφῆς, [[χρωματίζω]] [[καλῶς]], ἐς κόρον καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκόν. 16. 1. ΙΙ. [[βάπτω]] ἐρυθρόν, «καταβάπτει· κατερυθραίνει ἐρυθρῷ βάμματι» Ἡσύχ.· [[οὖρον]] καταβεβαμμένον, βαθὺ ἔχον [[χρῶμα]], Παλλάδ. περὶ Πυρετῶν σ. 52.
|btext=[[plonger]], [[tremper]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βάπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βάπτω onderdompelen.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=plonger, tremper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βάπτω]].
|elrutext='''καταβάπτω:''' [[погружать]], [[окунать]] (τι δευσοποιοῖς φαρμάκοις Luc.; ἄρτον εἰς [[μέλι]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταβάπτω:''' μέλ. <i>—ψω</i>, [[καταβυθίζω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''καταβάπτω:''' μέλ. <i>—ψω</i>, [[καταβυθίζω]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταβάπτω:''' погружать, окунать (τι δευσοποιοῖς φαρμάκοις Luc.; ἄρτον εἰς [[μέλι]] Plut.).
|lstext='''καταβάπτω''': [[καταβυθίζω]], τὸν δάκτυλον καταβάπτειν εἰς πίσσαν ὑγρὰν Διοσκ. π. Ἰοβολ. 27 ἐν τέλει· τὰς σταφυλὰς… καταβάπτομεν εἰς [[γλεῦκος]] καὶ θάλασσαν Γεωπ. 8. 23· [[ποτίζω]] τι διὰ βαφῆς, [[χρωματίζω]] [[καλῶς]], ἐς κόρον καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκόν. 16. 1. ΙΙ. [[βάπτω]] ἐρυθρόν, «καταβάπτει· κατερυθραίνει ἐρυθρῷ βάμματι» Ἡσύχ.· [[οὖρον]] καταβεβαμμένον, βαθὺ ἔχον [[χρῶμα]], Παλλάδ. περὶ Πυρετῶν σ. 52.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βάπτω onderdompelen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to dip [[down]] [[into]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to dip [[down]] [[into]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβάπτω Medium diacritics: καταβάπτω Low diacritics: καταβάπτω Capitals: ΚΑΤΑΒΑΠΤΩ
Transliteration A: katabáptō Transliteration B: katabaptō Transliteration C: katavapto Beta Code: kataba/ptw

English (LSJ)

A dip, εἰς ζεστὸν ὕδωρ Sor.1.50; εἰς γλεῦκος Gp.8.23.1; soak, ὄξει βαφικῷ PHolm.1.3.
II dye, colour, πρόσωπον ἐρυθήματι Eun.Hist.p.267 D.; Χρυσόν produce it by dyeing, Ps.Democr Alch.p.45 B.:—in Pass., Luc.Im.16: Medic., οὖρον καταβεβαμμένον deep-coloured, Pall.Febr.15; ἀπὸ αἵματος -ομένου τοῦ οὔρου Gal.19.604.

German (Pape)

[Seite 1339] untertauchen, eintauchen, Sp., auch = färben, δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα Luc. Imagg. 16.

French (Bailly abrégé)

plonger, tremper.
Étymologie: κατά, βάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βάπτω onderdompelen.

Russian (Dvoretsky)

καταβάπτω: погружать, окунать (τι δευσοποιοῖς φαρμάκοις Luc.; ἄρτον εἰς μέλι Plut.).

Greek Monolingual

καταβάπτω (AM)
1. καταβυθίζω, εμβαπτίζω, μουσκεύω
2. διαποτίζω κάτι με βαφή, βάφω, χρωματίζω
3. βάφω με κόκκινο χρώμα, κοκκινίζω
4. παράγω κάτι με βαφή («καταβάπτειν χρυσόν», Δημοκρ.).

Greek Monotonic

καταβάπτω: μέλ. —ψω, καταβυθίζω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καταβάπτω: καταβυθίζω, τὸν δάκτυλον καταβάπτειν εἰς πίσσαν ὑγρὰν Διοσκ. π. Ἰοβολ. 27 ἐν τέλει· τὰς σταφυλὰς… καταβάπτομεν εἰς γλεῦκος καὶ θάλασσαν Γεωπ. 8. 23· ποτίζω τι διὰ βαφῆς, χρωματίζω καλῶς, ἐς κόρον καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκόν. 16. 1. ΙΙ. βάπτω ἐρυθρόν, «καταβάπτει· κατερυθραίνει ἐρυθρῷ βάμματι» Ἡσύχ.· οὖρον καταβεβαμμένον, βαθὺ ἔχον χρῶμα, Παλλάδ. περὶ Πυρετῶν σ. 52.

Middle Liddell

fut. ψω
to dip down into, Luc.