εἰκονίζω: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eikonizo | |Transliteration C=eikonizo | ||
|Beta Code=ei)koni/zw | |Beta Code=ei)koni/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[copy]] from a pattern, ''PPar.''65.12 (ii B. C.).<br><span class="bld">2</span> [[draw up an official description]], PFay.36.23 (ii A. D.), etc.<br><span class="bld">3</span> [[mould into form]], τὰς ἀμόρφους ὕλας ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.10.1; <b class="b3">εἰ. ἀλήθειαν</b> [[to give the semblance of]] truth, Aphth.''Prog.''1:—Med., [[picture to oneself]], [[θάνατον]] Vett. Val.226.19. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[modelar]], [[dar forma o imagen]], [[simbolizar]] ἰδέα ἐστὶν οὐσία [[ἀσώματος]] ... εἰκονίζουσα ... τὰς ἀμόρφους ὕλας <i>Placit</i>.1.10.1, ἡ περὶ Χριστοῦ νόησις ... ἐγγινομένη ψυχῇ ... εἰκονίζει αὐτὴν κατ' αὐτόν Didym.<i>Gen</i>.58.2, ἔστι δὲ μύθος λόγος ψευδὴς εἰκονίζων ἀλήθειαν Aphth.<i>Prog</i>.1, λέγομεν εἰκονίζ[ει] ν τὴν ἀρετὴν τὸν μετέχοντα αὐτῆς decimos que es una imagen de la virtud el que participa de ella</i> Didym.<i>Gen</i>.57.28.<br /><b class="num">2</b> [[extractar]], [[resumir]] contratos privados en registros oficiales, recogiendo sus datos principales <i>UPZ</i> 1.p.597.12 (II a.C.).<br /><b class="num">3</b> admin., en pap. [[identificar]], [[verificar la identidad de un individuo en un documento]], como función propia de los nomógrafos Κάστωρ νομογράφος εἰκόνικα φαμένου μὴ εἰδέναι γράμματα <i>PFay</i>.36.23, cf. <i>BGU</i> 2475.6 (ambos II d.C.), en v. pas. <i>PGraux</i>.30.4.19 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>como una función de los epistrategos [[certificar la identificación]] efectuada en una instancia inferior, en v. pas. εἰκο(νίσθαι) ὑπὸ ... ἐπιστρα(τήγου) <i>PWash.Univ</i>.3.16, tb. en v. med. <i>PSI</i> 199.5 (ambos III d.C.).<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[modelarse]], [[configurarse]] λέγεται οὗτος ὁ κόσμος εἰκὼν ἀεὶ εἰκονιζόμενος Plot.2.3.18.<br /><b class="num">2</b> [[representarse]], [[imaginarse]] θαλασσίαις ζάλαις καὶ ἀνέμων ῥιπαῖς ... εἰκονιζόμενοι τὸν θάνατον Vett.Val.215.14. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0726.png Seite 726]] in einem Bilde machen, nachbilden, τί, Plut. plac. phil. 1, 10 u. a. Sp.; nach Suid. = [[χαρακτηρίζω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0726.png Seite 726]] in einem Bilde machen, nachbilden, τί, Plut. plac. phil. 1, 10 u. a. Sp.; nach Suid. = [[χαρακτηρίζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[représenter]], [[figurer]].<br />'''Étymologie:''' [[εἰκών]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰκονίζω:''' [[творить образы]], [[формировать]] (τὰς ἀμόρφους ὕλας Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰκονίζω''': μέλλ. -ίσω, [[ἀπεικονίζω]], δίδω μορφήν, εἰκονίζουσα τὰς ἀμόρφους ὕλας (ἡ [[ἰδέα]]) Πλούτ. 2. 882D· [[λόγος]] [[ψευδὴς]] εἰκονίζων ἀλήθειαν, περιέχων εἰκόνα, ὁμοιότητα ἀληθείας, Ἀφθόν. | |lstext='''εἰκονίζω''': μέλλ. -ίσω, [[ἀπεικονίζω]], δίδω μορφήν, εἰκονίζουσα τὰς ἀμόρφους ὕλας (ἡ [[ἰδέα]]) Πλούτ. 2. 882D· [[λόγος]] [[ψευδὴς]] εἰκονίζων ἀλήθειαν, περιέχων εἰκόνα, ὁμοιότητα ἀληθείας, Ἀφθόν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[εἰκονίζω]])<br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] την [[εικόνα]], τη [[μορφή]] προσώπου ή παράστασης<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], [[δίνω]] [[μορφή]] σε υλικό («[[εἰκονίζω]] τὰς ἀμόρφους ὕλας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φέρνω]] στον νου μου, [[σχηματίζω]] με τη [[φαντασία]] μου την [[εικόνα]] κάποιου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συμβολίζω]]<br /><b>2.</b> [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιγράφω]], [[ξεσηκώνω]] [[σχέδιο]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] τα χαρακτηριστικά κάποιου σε [[επίσημο]] [[έγγραφο]]. | |mltxt=(AM [[εἰκονίζω]])<br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] την [[εικόνα]], τη [[μορφή]] προσώπου ή παράστασης<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], [[δίνω]] [[μορφή]] σε υλικό («[[εἰκονίζω]] τὰς ἀμόρφους ὕλας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φέρνω]] στον νου μου, [[σχηματίζω]] με τη [[φαντασία]] μου την [[εικόνα]] κάποιου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συμβολίζω]]<br /><b>2.</b> [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιγράφω]], [[ξεσηκώνω]] [[σχέδιο]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] τα χαρακτηριστικά κάποιου σε [[επίσημο]] [[έγγραφο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
A copy from a pattern, PPar.65.12 (ii B. C.).
2 draw up an official description, PFay.36.23 (ii A. D.), etc.
3 mould into form, τὰς ἀμόρφους ὕλας Placit.1.10.1; εἰ. ἀλήθειαν to give the semblance of truth, Aphth.Prog.1:—Med., picture to oneself, θάνατον Vett. Val.226.19.
Spanish (DGE)
I tr.
1 modelar, dar forma o imagen, simbolizar ἰδέα ἐστὶν οὐσία ἀσώματος ... εἰκονίζουσα ... τὰς ἀμόρφους ὕλας Placit.1.10.1, ἡ περὶ Χριστοῦ νόησις ... ἐγγινομένη ψυχῇ ... εἰκονίζει αὐτὴν κατ' αὐτόν Didym.Gen.58.2, ἔστι δὲ μύθος λόγος ψευδὴς εἰκονίζων ἀλήθειαν Aphth.Prog.1, λέγομεν εἰκονίζ[ει] ν τὴν ἀρετὴν τὸν μετέχοντα αὐτῆς decimos que es una imagen de la virtud el que participa de ella Didym.Gen.57.28.
2 extractar, resumir contratos privados en registros oficiales, recogiendo sus datos principales UPZ 1.p.597.12 (II a.C.).
3 admin., en pap. identificar, verificar la identidad de un individuo en un documento, como función propia de los nomógrafos Κάστωρ νομογράφος εἰκόνικα φαμένου μὴ εἰδέναι γράμματα PFay.36.23, cf. BGU 2475.6 (ambos II d.C.), en v. pas. PGraux.30.4.19 (II d.C.)
•como una función de los epistrategos certificar la identificación efectuada en una instancia inferior, en v. pas. εἰκο(νίσθαι) ὑπὸ ... ἐπιστρα(τήγου) PWash.Univ.3.16, tb. en v. med. PSI 199.5 (ambos III d.C.).
II intr. en v. med.
1 modelarse, configurarse λέγεται οὗτος ὁ κόσμος εἰκὼν ἀεὶ εἰκονιζόμενος Plot.2.3.18.
2 representarse, imaginarse θαλασσίαις ζάλαις καὶ ἀνέμων ῥιπαῖς ... εἰκονιζόμενοι τὸν θάνατον Vett.Val.215.14.
German (Pape)
[Seite 726] in einem Bilde machen, nachbilden, τί, Plut. plac. phil. 1, 10 u. a. Sp.; nach Suid. = χαρακτηρίζω.
French (Bailly abrégé)
représenter, figurer.
Étymologie: εἰκών.
Russian (Dvoretsky)
εἰκονίζω: творить образы, формировать (τὰς ἀμόρφους ὕλας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκονίζω: μέλλ. -ίσω, ἀπεικονίζω, δίδω μορφήν, εἰκονίζουσα τὰς ἀμόρφους ὕλας (ἡ ἰδέα) Πλούτ. 2. 882D· λόγος ψευδὴς εἰκονίζων ἀλήθειαν, περιέχων εἰκόνα, ὁμοιότητα ἀληθείας, Ἀφθόν.
Greek Monolingual
(AM εἰκονίζω)
1. αποδίδω την εικόνα, τη μορφή προσώπου ή παράστασης
2. διαμορφώνω, δίνω μορφή σε υλικό («εἰκονίζω τὰς ἀμόρφους ὕλας»)
αρχ.-μσν.
φέρνω στον νου μου, σχηματίζω με τη φαντασία μου την εικόνα κάποιου
μσν.
1. συμβολίζω
2. φανερώνω, αποκαλύπτω
αρχ.
1. αντιγράφω, ξεσηκώνω σχέδιο
2. περιγράφω τα χαρακτηριστικά κάποιου σε επίσημο έγγραφο.