ἰχθυβόλος: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ichthyvolos | |Transliteration C=ichthyvolos | ||
|Beta Code=i)xqubo/los | |Beta Code=i)xqubo/los | ||
|Definition= | |Definition=ἰχθυβόλον, (parox.)<br><span class="bld">A</span> [[striking fish]], [[catching fish]], <b class="b3">ἰ. μηχανή</b> of the trident, A.''Th.''132 (lyr.); αἴθυιαι ''AP''6.23.<br><span class="bld">2</span> Subst., [[fisher]], [[angler]], ib.7.295 (Leon.), 9.227 (Bianor).<br><span class="bld">II</span> Pass., (proparox.) <b class="b3">ἰ. θήρα</b> a spoil [[of speared fish]], ib.6.24; ἰ. δεῖπνα Opp.''H.''3.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰχθυβόλον, (parox.)
A striking fish, catching fish, ἰ. μηχανή of the trident, A.Th.132 (lyr.); αἴθυιαι AP6.23.
2 Subst., fisher, angler, ib.7.295 (Leon.), 9.227 (Bianor).
II Pass., (proparox.) ἰ. θήρα a spoil of speared fish, ib.6.24; ἰ. δεῖπνα Opp.H.3.18.
German (Pape)
[Seite 1275] Fische werfend od. stechend, d. i. sie mit der Harpune, dem Dreizack fangend; μηχανά Aesch. Spt. 123; θήρα, αἴθυιαι, Ep. ad. 129. 128 (VI, 24. 23); δεῖπνα Opp. H. 3, 18; subst. der Fischer, Eust. u. A.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui harponne le poisson.
Étymologie: ἰχθύς, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἰχθῠβόλος:
1 пронзающий рыб: ἰ. μηχανή Aesch. острога, трезубец (Посидона);
2 ловящий рыб (αἴθυια Anth.);
3 пойманный острогой, наловленный (θήρα Anth.).
ἰχθῡβόλος: II ὁ рыболов Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυβόλος: -ον, πλήττων, συλλαμβάνων ἰχθῦς, ἰχθ. μηχανή. περὶ τῆς τριαίνης, «καμακίου», Αἰσχύλ. Θήβ. 133· αἴθυιαι Ἀνθ 11, 6. 23. 2) ὡς οὐσιαστ., ἁλιεύς, «ψαρᾶς», αὐτόθι 7. 295., 9. 227. ΙΙ. Παθ, ἰχθ. θήρα, ἄγρα ἰχθύων ἠγρευμένων διὰ τῆς τριαίνης, αὐτόθι 6. 24· ἰχθ. δεῖπνα Ὀππ. Ἁλ. 3. 18.
Greek Monolingual
ἰχθύβολος, -ον (Α)
φρ.
1. «ἰχθύβολος θήρα» — ψάρεμα που γίνεται με καμάκι, με τρίαινα
2. «ἰχθύβολα δεῖπνα» — δείπνα από ψάρια που έχουν αλιευθεί με τρίαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακρόβολος, πεζόβολος].
ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει
2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» — αλιευτική τρίαινα, καμάκι
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος
αλιέας, ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιππο-βόλος, λιθο-βόλος. Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργ. σημ. στη λ., αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (ιχθύ-βολος), που προσδίδει παθητ. σημ. στη λ. (πρβλ. ετοιμό-φθορος - ετοιμο-φθόρος, λυσί-τοκος - λυσι-τόκος)].
Greek Monotonic
ἰχθυβόλος: -ον (βάλλω)·
I. 1. αυτός που ψαρεύει, «καμακώνει» ψάρια· ἰχθυβόλος μηχανή, λέγεται για την τρίαινα, σε Αισχύλ.
2. ως ουσ., ψαράς, αλιέας, σε Ανθ.
II. Παθ., ἰχθυβόλος θήρα, άγρα ψαριών αλιευμένων με καμάκι, τρίαινα, στο ίδ.
Middle Liddell
ἰχθυ-βόλος, ον βάλλω
I. striking fish, ἰχθ. μηχανή, of the trident, Aesch.
2. as substantive a fisher, angler, Anth.
II. pass., ἰχθ. θήρα a spoil of speared fish, Anth.