ὑποσκελίζω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yposkelizo
|Transliteration C=yposkelizo
|Beta Code=u(poskeli/zw
|Beta Code=u(poskeli/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[trip up one's heels]], [[upset]], <span class="bibl">D.54.8</span>; ἀλλήλους <span class="bibl">Luc. <span class="title">Anach.</span>1</span>; [οἶνος] ὑ. τοὺς πεπωκότας <span class="bibl">Eub.94.12</span>:—Pass., <span class="bibl">Ph.2.39</span>, Plu.2.6e; ὁ πρέσρυς ἐκ μέθας ὑπεσκέλισται <span class="title">APl.</span>4.307 (Leon.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., ὑ. καὶ ἀνατρέπων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>278b</span>; ὑ. καὶ συκοφαντεῖν <span class="bibl">D.18.138</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Vit.</span>p.24</span> J.:—Pass., <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>36(37).31</span>, <span class="bibl">Ph.2.58</span>,al.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[trip up one's heels]], [[upset]], D.54.8; ἀλλήλους Luc. ''Anach.''1; [οἶνος] ὑ. τοὺς πεπωκότας Eub.94.12:—Pass., Ph.2.39, Plu.2.6e; ὁ πρέσρυς ἐκ μέθας ὑπεσκέλισται ''APl.''4.307 (Leon.).<br><span class="bld">2</span> metaph., ὑ. καὶ ἀνατρέπων Pl.''Euthd.''278b; ὑ. καὶ συκοφαντεῖν D.18.138, cf. Phld.''Vit.''p.24 J.:—Pass., [[LXX]] ''Ps.''36(37).31, Ph.2.58,al.
}}
{{bailly
|btext=donner un croc-en-jambe ; <i>fig.</i> [[supplanter]], [[duper]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκελίζω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>Jem. das Bein [[unterschlagen]] und ihn zu [[Boden]] [[werfen]]</i>; καὶ [[ἀνατρέπω]] Plat. <i>Euthyd</i>. 278b; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, Dem. 58.8; ἴδ' ὡς ὁ [[πρέσβυς]] ἐκ μέθης Ἀνακρέων ὑπεσκέλισται Leon.Tar. 38 (<i>Plan</i>. 307); übertragen <i>[[betrügen]], [[überlisten]]</i>, καὶ συκοφαντεῖν Dem. 18.138; Luc. <i>Gymn</i>. 1.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσκελίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[подставлять ногу]], [[давать подножку]] (ὑ. καὶ ἀνατρέπειν Plat.): ὑ. ἀλλήλους Luc. давать друг другу подножку;<br /><b class="num">2</b> pass. [[сбиваться с ног]], [[падать]] (οὐ δυνάμενοι βαδίζειν ὑποσκελίζονται Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[обманывать]], [[перехитрить]] (ὑ. καὶ συκοφαντεῖν Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποσκελίζω''': [[ἀνατρέπω]] τινὰ ὑποβάλλων τὸ [[σκέλος]] μου, «πεδικλώνω», [[καταρρίπτω]], Λατιν. supplantare, Δημ. 1258. 10· ὑπ. ἀλλήλους Λουκιαν. Ἀνάχ. 1· πολὺς γὰρ ([[οἶνος]] δηλ.) εἰς ἓν μικρὸν [[ἀγγεῖον]] χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας Εὔβουλος ἐν «Σεμέλῃ» 1. 12. - Παθ., Πλούτ. 2. 6Ε· ὁ [[πρέσβυς]] ἐκ μέθης ὑπεσκέλισται Ἀνθ. Πλαν. 307. 2) μεταφορ., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Πλάτ. Εὐθύδ. 278Β· ὑπ. καὶ συκοφαντεῖν Δημ. 273. 21.
|lstext='''ὑποσκελίζω''': [[ἀνατρέπω]] τινὰ ὑποβάλλων τὸ [[σκέλος]] μου, «πεδικλώνω», [[καταρρίπτω]], Λατιν. supplantare, Δημ. 1258. 10· ὑπ. ἀλλήλους Λουκιαν. Ἀνάχ. 1· πολὺς γὰρ ([[οἶνος]] δηλ.) εἰς ἓν μικρὸν [[ἀγγεῖον]] χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας Εὔβουλος ἐν «Σεμέλῃ» 1. 12. - Παθ., Πλούτ. 2. 6Ε· ὁ [[πρέσβυς]] ἐκ μέθης ὑπεσκέλισται Ἀνθ. Πλαν. 307. 2) μεταφορ., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Πλάτ. Εὐθύδ. 278Β· ὑπ. καὶ συκοφαντεῖν Δημ. 273. 21.
}}
{{bailly
|btext=donner un croc-en-jambe ; <i>fig.</i> supplanter, duper.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκελίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποσκελίζω:'''<b class="num">1.</b> [[ανατρέπω]] κάποιον βάζοντάς του [[τρικλοποδιά]], [[αναποδογυρίζω]], [[ρίχνω]] [[κάτω]], Λατ. supplantare, σε Δημ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ὑποσκελίζων καὶ ἀνατρέπων</i>, σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''ὑποσκελίζω:'''<b class="num">1.</b> [[ανατρέπω]] κάποιον βάζοντάς του [[τρικλοποδιά]], [[αναποδογυρίζω]], [[ρίχνω]] [[κάτω]], Λατ. supplantare, σε Δημ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ὑποσκελίζων καὶ ἀνατρέπων</i>, σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσκελίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подставлять ногу]], [[давать подножку]] (ὑ. καὶ ἀνατρέπειν Plat.): ὑ. ἀλλήλους Luc. давать друг другу подножку;<br /><b class="num">2)</b> pass. [[сбиваться с ног]], [[падать]] (οὐ δυνάμενοι βαδίζειν ὑποσκελίζονται Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[обманывать]], [[перехитрить]] (ὑ. καὶ συκοφαντεῖν Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[trip]] up one's heels, [[upset]], Lat. supplantare, Dem., Luc.<br /><b class="num">2.</b> metaph., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Plat., Dem.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[trip]] up one's heels, [[upset]], Lat. supplantare, Dem., Luc.<br /><b class="num">2.</b> metaph., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Plat., Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσκελίζω Medium diacritics: ὑποσκελίζω Low diacritics: υποσκελίζω Capitals: ΥΠΟΣΚΕΛΙΖΩ
Transliteration A: hyposkelízō Transliteration B: hyposkelizō Transliteration C: yposkelizo Beta Code: u(poskeli/zw

English (LSJ)

A trip up one's heels, upset, D.54.8; ἀλλήλους Luc. Anach.1; [οἶνος] ὑ. τοὺς πεπωκότας Eub.94.12:—Pass., Ph.2.39, Plu.2.6e; ὁ πρέσρυς ἐκ μέθας ὑπεσκέλισται APl.4.307 (Leon.).
2 metaph., ὑ. καὶ ἀνατρέπων Pl.Euthd.278b; ὑ. καὶ συκοφαντεῖν D.18.138, cf. Phld.Vit.p.24 J.:—Pass., LXX Ps.36(37).31, Ph.2.58,al.

French (Bailly abrégé)

donner un croc-en-jambe ; fig. supplanter, duper.
Étymologie: ὑπό, σκελίζω.

German (Pape)

Jem. das Bein unterschlagen und ihn zu Boden werfen; καὶ ἀνατρέπω Plat. Euthyd. 278b; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, Dem. 58.8; ἴδ' ὡς ὁ πρέσβυς ἐκ μέθης Ἀνακρέων ὑπεσκέλισται Leon.Tar. 38 (Plan. 307); übertragen betrügen, überlisten, καὶ συκοφαντεῖν Dem. 18.138; Luc. Gymn. 1.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσκελίζω:
1 подставлять ногу, давать подножку (ὑ. καὶ ἀνατρέπειν Plat.): ὑ. ἀλλήλους Luc. давать друг другу подножку;
2 pass. сбиваться с ног, падать (οὐ δυνάμενοι βαδίζειν ὑποσκελίζονται Plut.);
3 обманывать, перехитрить (ὑ. καὶ συκοφαντεῖν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσκελίζω: ἀνατρέπω τινὰ ὑποβάλλων τὸ σκέλος μου, «πεδικλώνω», καταρρίπτω, Λατιν. supplantare, Δημ. 1258. 10· ὑπ. ἀλλήλους Λουκιαν. Ἀνάχ. 1· πολὺς γὰρ (οἶνος δηλ.) εἰς ἓν μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας Εὔβουλος ἐν «Σεμέλῃ» 1. 12. - Παθ., Πλούτ. 2. 6Ε· ὁ πρέσβυς ἐκ μέθης ὑπεσκέλισται Ἀνθ. Πλαν. 307. 2) μεταφορ., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Πλάτ. Εὐθύδ. 278Β· ὑπ. καὶ συκοφαντεῖν Δημ. 273. 21.

Greek Monolingual

ὑποσκελίζω, ΝΜΑ
ρίχνω κάτω με τρικλοποδιά, πεδικλώνω
νεοελλ.
μτφ. παραγκωνίζω, παραμερίζω κάποιον με πλάγια μέσα («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη θέση του προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του»)
αρχ.
1. (για κρασί) καταβάλλω, εξασθενίζω («πολὺς γὰρ (οἶνος) εἰς ἓv μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾱστα τοὺς πεπωκότας», Εύβουλ.)
2. ξεριζώνω
3. μτφ. υπονομεύω («τὸν λέγοντά τι τῶν ὑμῖν συμφερόντων ὑποσκελίζειν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκελίζω «ρίχνω κάτω»].

Greek Monotonic

ὑποσκελίζω:1. ανατρέπω κάποιον βάζοντάς του τρικλοποδιά, αναποδογυρίζω, ρίχνω κάτω, Λατ. supplantare, σε Δημ., Λουκ.
2. μεταφ., ὑποσκελίζων καὶ ἀνατρέπων, σε Πλάτ., Δημ.

Middle Liddell


1. to trip up one's heels, upset, Lat. supplantare, Dem., Luc.
2. metaph., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Plat., Dem.